παρακρουσιχοίνικος

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

English (LSJ)

ον,

   A striking off too much from the top of the measure (cf. παρακρούω VII), Com.Adesp.1104.

German (Pape)

[Seite 485] mit falschem Maaße betrügend, comic. in VLL.; vgl. Poll. 4, 169.

Greek (Liddell-Scott)

παρακρουσιχοίνικος: -ον, «ὁ παρακρουόμενος ἐν τῶ μετρεῖν˙ τὸ γὰρ ἀπατᾶν παρακρούσασθαι ἔλεγον» Φώτ. (πρβλ. παρακρούω Ι), Κώμικ. Ἀνώνυμ. 318, πρβλ. κρουσιμετρέω, ἴδε καὶ Ἡσυχ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως κωμική λ.) αυτός που εξαπατά στο μέτρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράκρουσις «απάτη» + χοῖνιξ, -ικος «μέτρο χωρητικότητας» (πρβλ. ημι-χοίνικος)].