δικηφόρος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ον,
A bringing justice, avenging, Ζεύς A.Ag.525; ἡμέρα δ. the day of vengeance, ib.1577; ὁ δ. avenger, opp. δικαστής, Id.Ch.120.
German (Pape)
[Seite 629] Rache bringend, rächend, strafend; Ζεύς Aesch. Ag. 511; ἡμέρα 1559; Ch. 118 πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον λέγεις; Richter od. Rächer?
Greek (Liddell-Scott)
δῐκηφόρος: -ον, ὁ φέρων δικαιοσύνην, ἐκδίκησιν, τιμωρός, ἐκδικητής, Ζεὺς Αἰσχύλ. Ἀγ. 525· ἡμέρα δ., ἡ ἡμέρα τῆς ἐκδικήσεως, αὐτόθι 1577· ὁ δ., ὁ ἐκδικητής, ἀντίθ. δικαστής, ὁ αὐτ. Χο. 120.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vengeur litt. qui apporte la justice ou la vengeance.
Étymologie: δίκη, φέρω.