κόχλος
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
ὁ,
A shell-fish with a spiral shell, used for dyeing purple, Lat. murex, Arist.HA528a1, AP5.227 (Paul. Sil.); used as a trumpet, E.IT303, Theoc.22.75, Mosch.2.124: also fem., Naumach. ap. Stob.4.31.76, Paus.3.21.6; Κασπίῃ ἐν κ., of a large sea-shell, A.R.3.859. 2 land snail, Arist.Mir.846b13. 3 kohl, Eust.728.47.
German (Pape)
[Seite 1498] ὁ (später auch ἡ, wie Ap. Rh. 3, 859, Paus. 3, 21, 6, Paul. Sil. Amb. 118), Muschel mit gewundenem Gehäuse, Schnecke; große Meerschneckengehäuse wurden zum Blasen gebraucht, κόχλους φυσῶν Eur. I. T. 303, Τρίτωνες κόχλοισιν ταναοῖς γάμιον μέλος ἠπύοντες Hosch. 2, 124, Theocr. 22, 75 u. sonst. – Auch zweischaalige Muscheln, wie z. B. Austern, werden so genannt. – Verwandt mit κόγχος.
Greek (Liddell-Scott)
κόχλος: -ου, ὁ, ὀστρακόδερμον μετὰ κοχλιοειδοῦς ὀστράκου ἐν χρήσει πρὸς παρασκευὴν τῆς πορφύρας, Λατ. murex, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 1, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. 5. 228· ἐνίοτε ἐν χρήσει ὡς σάλπιγξ, ὡς τὸ Λατ. concha, Εὐρ. Ι. Τ. 303, Θεόκρ. 22. 75, Μόσχ. 2. 120· ― ὡσαύτως θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 859, Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. τ. 93. 23, Παυσ. 3. 21, 6. 2) τῆς ξηρᾶς κοχλίας, «σιαλίγκαρος», Ἀριστ. π. Θαυμασ. 164. ― Πρβλ. κόλχος. (Συγγενὲς ταῖς λ. κάλχη, κόγχη, κόγχος.)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 grand coquillage en spirale;
2 conque marine.
Étymologie: DELG rapport évident avec κόγχος, κόγχη.