λοιμός

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιμός Medium diacritics: λοιμός Low diacritics: λοιμός Capitals: ΛΟΙΜΟΣ
Transliteration A: loimós Transliteration B: loimos Transliteration C: loimos Beta Code: loimo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A plague, once in Hom. (Il.1.61), cf. Hes.Op.243, Hdt. 7.171; λοιμοῦ σκηπτός A.Pers.715 (troch.); of the plague at Athens, Th.2.47,54, Pl.Smp.201d: pl., ib.188b, al.; coupled with λιμός, Hes. and Hdt.ll.cc., Th.2.54, Orac. ap. Aeschin.3.135.    2 of persons, plague, pest, D.25.80.    II as Adj., pestilent, LXX 1 Ki.1.16; ἀνὴρ λ. καὶ πονηρός ib.30.22, cf. Act.Ap.24.5; λ. οἶνος Sm.Pr.20.1.

Greek (Liddell-Scott)

λοιμός: -οῦ, ὁ, πανώλης, «πανοῦκλα», πᾶσα μολυσματικὴ καὶ θανατηφόρος νόσος, Ὅμ. (μόνον ἅπαξ) Ἰλ. Α. 61, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 241, Ἡρόδ. 7. 171, καὶ Ἀττ., (ἴδε ἐν. λ. λιμός)· λοιμοῦ σκηπτὸς Αἰσχύλ. Πέρσ. 715· ἐπὶ τῆς ἐν Ἀθήναις λοιμικῆς νόσου, Θουκ. 2. 47, 54, Πλάτ. Συμπ. 201D· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 188 Β, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, φθοροποιὸς ἄνθρωπος, ὀλέθριος, λυμιών, Λατ. pestis, Δημ. 794. 5. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὀλέθριος, καταστρεπτικός, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Α΄, 16.) Ἴσως σχετίζεται πρὸς τὰς λ. λύμη, λῦμα, λυμαίνομαι, Λατ. lues, πρβλ. λοιγός, λυγρός· - ἡ πρὸς τὸ λιμὸς σχέσις πιθανῶς μόνον ὡς πρὸς τὸν ἦχον, οἷον παρ’ Ἡσ. καὶ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 2, 54, πορ’ Αἰσχίν. 73. 6).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
peste, fléau contagieux.
Étymologie: DELG pas d’explication probante.