κασιόπνους

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰσιόπνους Medium diacritics: κασιόπνους Low diacritics: κασιόπνους Capitals: ΚΑΣΙΟΠΝΟΥΣ
Transliteration A: kasiópnous Transliteration B: kasiopnous Transliteration C: kasiopnous Beta Code: kasio/pnous

English (LSJ)

ουν,

   A breathing of cassia, Antiph.52.14.

German (Pape)

[Seite 1333] ουν, nach Kassia duftend, αὔρα Antiphan. bei Ath. X, 449 d.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰσιόπνους: ουν, ἔχων ὀσμήν, εὐωδίαν κασίας, εὐωδιάζω ὡς κασία, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 14.

Greek Monolingual

κασιόπνους, -ουν (Α)
αυτός που αποπνέει οσμή κασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασία + πνους (< πνοῦς), πρβλ. θεό-πνους, ιμερό-πνους].