κυπόω
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
(cf. κύπτω)
A overthrow, Lyc.1442.
German (Pape)
[Seite 1534] = κύπτω, s. ἀνακυπόω; πάντα κυπώσας δόμον, zerstören, Lycophr. 1442.
Greek (Liddell-Scott)
κῡπόω: σπάν. ἰσοδύναμος τύπος τοῦ κύπτω, Λυκόφρ. 1442· ἴδε ἀνακυπόω.