φορτίον
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
English (LSJ)
τό,
A load, burden, freight, Sapph.Supp.9.13 (pl.), Alc.Supp.26.1, Ar.Pl.352, Lys.312, X.Mem. 3.13.6, An.7.1.37, al., Lycurg.96, Aq.2 Ki.15.33; λιβανωτικὰ φ. OGI132.11 (Alexandria, ii B. C.); φέρων ἀνθράκων φ. Ar.Ach.214 (lyr.); φ. βαστάζειν Teles p.10H. 2 pl., wares, merchandise, Hes.Op.643, 693, Hdt.1.1, 2.179, al., Ar.Ach.899,910, V.1398, Ra. 573, Hyp.Ath.6. b esp. of agricultural produce, crops, PRev.Laws 43.14, al. (iii B. C.), PTeb.105.24 (ii B. C.), etc. 3 of a child in the womb, X.Mem.2.2.5; ἔρωτος f.l. in Anacr.170. 4 metaph., μεῖζον φ. ἢ καθ' αὑτὸν αἰρόμενον taking too heavy a burden upon him, D.11.14; μέγα τὸ φ. Antiph.3; οὐκ ἔστιν οὐδὲν βαρύτερον τῶν φορτίων . . γυναικός Id.329; οὔτοι τὸ γῆράς ἐστιν . . τῶν φ. μέγιστον Anaxandr.53; τὸ φ. μου ἐλαφρόν ἐστιν Ev.Matt.11.30; χρυσοῦν φ., of wealth, Secund.Sent.9. (Dim. only in form, commonly used for φόρτος in Com. and Prose; wrongly condemned as un-Attic by Moer.p.393 P., Thom.Mag.p.16R.)
German (Pape)
[Seite 1301] τό (nach Moeris hellenistisch für das att. φόρτος, von dem es der Form nach dim. ist), Last, Ladung, Fracht, bes. Schiffsladung, auch die Waare selbst; zuerst bei Hes. O. 645. 695, im plur., wie Ar. Ach. 863 Ran. 573 u. sonst; Her. φορτία ἀπ αγινεῖν, 1, 1; φορτίων πλήσαντες πλοῖον 2, 194; μέγιστα ἐκ φορτίων ἐκέρδησαν 4, 152, u. öfter; auch im sing., Ar. Plut. 352 Ach. 209 Lys. 312; Xen. Mem. 3, 13, 6; Dem. 35, 20; Sp., wie Luc. Asin. 19.
Greek (Liddell-Scott)
φορτίον: τό, ὡς καὶ νῦν, τουτὶ πονηρὸν φαίνεται τὸ φορτίον καὶ μ’ οὐκ ἀρέσκει Ἀριστοφ. Πλ. 352, Λυσ. 312, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 6, Ἀνάβ. 7. 1. 37, κ. ἀλλ.· φέρων ἀνθράκων φ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 214· φ. βαστάζειν Τέλης παρὰ Στοβ. 1. 159 Gaisf. 2) φορτίον πλοίου, Λυκοῦργ. 159. 43· ἀλλὰ συνηθέστερον ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐπὶ τοῦ πλοίου φορτία, δηλ. τὰ ἐμπορεύματα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 641. 691, Ἡρόδ. 1. 1., 2. 179, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 899. 910, Σφ. 1398, Βάτρ. 573. 3) ἐπὶ ἐμβρύου ἑν τῇ μήτρᾳ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5. 4) μεταφορ., φ. ἄρασθαι Δημ. 156. 6· μέγα τὸ φορτίον Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκῳ» 4· οὐκ ἔστιν οὐδὲν βαρύτερον τῶν φορτίων… γυναικὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 53· οὔτοι τὸ γῆράς ἐστιν... τῶν φ. μέγιστον Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 2. (Ὑποκορ. μόνον κατὰ τύπον, τιθέμενον συνήθως ἀντὶ τοῦ φόρτος παρὰ τοῖς κωμικοῖς καὶ τοῖς πεζογράφοις· τὰ δὲ παραγγέλματα τῶν Γραμματικῶν Μοίριδος καὶ Θωμᾶ Μαγίστρου ἀποδοκιμαζόντων τὴν λέξιν ὡς μὴ Ἀττ. ἐλέγχονται ἐκ τῶν παραδειγμάτων ὡς ἡμαρτημένα).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 charge, fardeau;
2 ballot, marchandises, surt. marchandises à transporter par mer, cargaison d’un navire.
Étymologie: φόρτος.