ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
Αἰθιοπία, ἡ.
An Ethiopian: Αἰθιόψ, -οπος, ὁ.
Ethiopian, adj.: Αἰθιοπικός, V. adj., Αἰθιόπιος (Eur., Fragment 349). Fem. adj., Αἰθιοπίς, -ίδος (Eur., Fragment 228).