εἰρήνη

Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

(v. infr.), ἡ,

   A peace, Od.24.486, etc.; ἐπ' εἰρήνης in time of peace, Il.2.797; ἔθηκε πᾶσιν εἰ. φίλοις A.Pers.769; εἰ. τἀκεῖθεν τέκνοις on that side they have peace, have naught to fear, E.Med.1004; εἰ. γίγνεται peace is made, Hdt.1.74: hence later, a peace, treaty of peace, ἡ βασιλέως εἰ. IG22.103.24, etc.; εἰ. ποιεῖν 'Αρμενίοις καὶ Χαλδαίοις make peace between... X.Cyr.3.2.12; εἰ. ποιεῖσθαι And.3.8, Aeschin. 2.77; εἰ. κατεργάζεσθαι, πράττειν, And.3.8,17; διαπράξασθαι X.HG 6.3.4; εἰρήνης δεῖσθαι ib.2.2.13; εἰρήνην δέχεσθαι to accept it, ib. 22; λαβεῖν And.3.7; εἰ. ἄγειν keep peace, be at peace, Ar.Av.386, etc.; πρὸς ἀλλήλους Pl.R.465b; εἰ. ἄγειν (v.l. ἔχειν) enjoy peace, X.An.2.6.6; λύειν break it, D.18.71; πολλὴ εἰ. τινὸς γίγνεται profound peace, Pl. R.329c; ἐν εἰρήνῃ λέγειν, τὸν βίον διάγειν, Id.Smp.189b, R.372d; πόλεμον εἰρήνης χάριν [αἱρεῖσθαι] Arist.Pol.1333a35; εἰρήνης ἄρξας, = εἰρηναρχήσας, IGRom.3.784, cf. 452.    II the goddess of peace, daughter of Zeus and Themis, Hes.Th.902, cf. Pi.O.13.7, B.Fr.3.1, IG3.170, Plu.Cim.13, etc.    III Pythag. name for three, Theol.Ar. 16; for six, ib.37.    IV Hebraism in LXX, ἐρωτῆσαί τινα εἰς εἰρήνην greet a person, inquire after their health, Jd.18.15, 1 Ki.17.22; ἐρ. τινὰ τὰ εἰς εἰ. ib.10.4; so ἐπερωτᾶν εἰς εἰ. τοῦ πολέμου 2 Ki.11.7; in salutations, εἰ. σοι; 4 Ki.4.26, cf. Ev.Luc.24.36, al.; εἰ. ἡ εἴσοδός σου 3 Ki.2.13. (ϝειράνα IG5(1).1509 (Sparta, iv B. C., dub.); ἰράνα ib.4.917 (Epid.), 12(3).29.12 (Telos); cf. Boeot. πολέμω καἰράνας ib.7.2407, but Cret. πολέμω χ[ἰ]ρήνας GDI5018.5; εἰρήνα Pi.l.c., B.l.c., SIG241.80 (Delph., iv B. C.), later εἰράνα IG5(1).935.14 (ii B. C.).)

German (Pape)

[Seite 735] ἡ (εἴρω), dor. εἰράνα, böot. ἰράνα, der Friede, die Friedenszeit, Hom. u. Folgde überall; ἐπ' εἰρήνης Il. 2, 797; εἰρήνην ποιεῖν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις, Frieden stiften zwischen den Armeniern u. Chaldäern, Xen. Cyr. 3, 2, 12; εἰρήνην ποιεῖσθαι, (für sich) Frieden machen, Aesch. 2, 77; εἰρήνης γενομένης, als Friede geworden, Plat. u. A.; auch πράττειν, κατεργάζεσθαι, zu Stande bringen, Dem.; διαπράττεσθαι, Xen. Hell. 2, 2, 13; εἰρήνην ἄγειν, Frieden halten, πρὸς ἀλλήλους Plat. Polit. 307 e; Rep. V, 465 b; τινί, Ar. Av. 386; εἰρήνην ἔχειν, Xen. An. 2, 6, 6; von σπονδαί unterschieden, Andoc. 3, 11; πολλὴ εἰρήνη, tiefer Frieden, Xen. Uebertr., Ruhe, τῶν τοιούτων ἐν γήρᾳ πολλὴ εἰρήνη γίγνεται καὶ ἐλευθερία Plat. Rep. I, 329 c; ἐν εἰρήνῃ λέγειν, ruhig sagen, Conv. 189 b. – Personificirt, die Friedensgöttinn, Tochter des Zeus u. der Themis, Hes. Th. 902. S. nom. propr.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρήνη: ἡ, ἡ εἰρήνη, καρὸς εἰρήνης, Ὁμ., κλ. (Περὶ τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ἀπὸ τῶν σπονδῶν ἴδε Ἀνδοκ. 24. 40)· ἐπ’ εἰρήνης, ἐν καιρῷ εἰρήνης, Ἰλ. Β. 797· ἔθηκε πᾶσιν εἰρήνην φίλοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 769· εἰρήνη δὲ τἀκεῖθεν τέκνοις, τὰ ἐξ ἐκείνου τοῦ μέρους ἔχουσιν εἰρηνικῶς τοῖς τέκνοις, ὥστε οὐδὲν πρέπει νὰ φοβῶνται, Ε’θρ. Μήδ. 1004· φράσεις ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ: εἰρήνη γίγνεται Ἡρόδ. 1. 74· εἰρήνην ποιεῖν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις, μεταξὺ Ἀρμ. καὶ Χαλδ., Ξεν. Κύρ. 3. 2, 12· εἰρήνην ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 38. 12· εἰρ. κατεργάζεσθαι, πράττειν, Ἀνδοκ. 24. 26, 25. 30· διαπράττεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 4· εἰρήνης δεῖσθαι, αὐτόθι 2. 2, 13· εἰρήνην δέχεσθαι, συχνὰ παρὰ Ξεν.· λαβεῖν Ἀνδοκ. 24. 18· εἰρ. ἄγειν, εἶναι, διάγειν ἐν εἰρήνῃ τινὶ πρός τινα μετά τινος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 386· πρός τινα Πλάτ. Πολ. 465Β· εἰρ. ἔχειν, ἀπολαύειν εἰρήνης, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 6· λύειν, διαλύειν, Δημ. 248. 21· πολλὴ εἰρήνη, μεγάλη, Πλάτ. Πολ. 329C· ἐν εἰρήνῃ, εἰρηνικῶς, ὁ αὐτ. Συμπ. 189Β, Πολ. 372D· πόλεμον εἰρήνης χάριν αἱρεῖσθαι Ἀριστ. Πολ. 7. 14, 13. ΙΙ. ἡ θεὰ Εἰρήνη, θυγάτηρ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Θέμιδος, Ἡσ. Θ. 902· λατρευομένη ἐν Ἀθήναις ἀπὸ τοῦ 449 π. Χρ., Πλούτ. Κίμ. 13. (Εἶναι ἀμφίβολον ἂν παράγεται ἐκ τοῦ εἴρω (sero), συνδέω, συνάπτω, ἢ τοῦ εἴρω, λέγω).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
paix : ἐπ’ εἰρήνης IL en paix ; εἰρήνην ποιεῖσθαι ESCHN, διαπράττεσθαι XÉN conclure la paix ; εἰρήνην ἔχειν XÉN être en paix ; au sens mor. paix, calme de l’âme, de l’esprit.
Étymologie: DELG prob. emprunt préhell.

English (Autenrieth)

(εἴρηται): peace; ἐπ· εἰρήνης, ‘in time of peace.’