ἄγναφος
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ον, (γνάπτω) = foreg., Ev.Matt.9.16, Marc.2.21, PLond. 2.193v22 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 17] ungewalkt, neu, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγνᾰφος: -ον, (γνάπτω) = ἄγναπτος, Εὐαγ. Ματθ. θ΄, 16, Μάρκ. β΄, 21.
French (Bailly abrégé)
c. ἄγναπτος.
Spanish (DGE)
-ον
no abatanado, de arpillera χιτών PCair.Zen.92.16 (III a.C.), ῥάκος Eu.Matt.9.16, Eu.Marc.2.21, ἱμάτια βαρβαρικὰ ἄγναφα τὰ ἐν Αἰγύπτῳ γινομένα Peripl.M.Rubri 6, cf. PMerton 71.15 (II d.C.).