προίξ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
προικός, ἡ (on the accent v. Arc.125, An.Ox.3.243; Ion. accus. πρόϊκα acc. to EM495.33),
A gift, present, in Hom. only gen. προικός, as Adv., ἀργαλέον ἕνα προικὸς χαρίσασθαι burdensome is it for a single person to give of his bounty, without reimbursement, Od. 13.15; ἔμελλεν . . προικὸς γεύσεσθαι Ἀχαιῶν was like ly to make trial of the Achaeans with impunity, 17.413 (unless π. γ. = taste the gift). 2 after Hom., marriage-porlion, dowry, Hippon.(?)72, And. 4.14, Lys.19.9, Pl.Lg.774c, al.; ἐν τῇ προικὶ τετιμημένα reckoned as part of the dowry, D.47.57; ἀποτετιμημένα προικὸς τῇ διοδώρου θυγατρί IG22.2675. II acc. προῖκα as Adv., as a free gift, freely, at one's own cost, Ar.Eq.577,679, Nu.1426; π. ἐργάζεσθαι Pl.R.346e; ἀρετὴ τὸ π. τοῖς φίλοις ὑπηρετεῖν Antiph. 210; π. κρίνειν, πρεσβεύειν, without a gift, unbribed, D.5.12, 19.232, cf. IG3.702, etc.; παῖς . . κακὸν μὲν δρᾶν τι προῖκ' ἐπίσταται of oneself, without a teacher, [S.]Fr. 1120. 6 2 π. τῆς δόξης to say nothing of, in addition to, Plu.2.349e.
Greek (Liddell-Scott)
προίξ: προικός, ἡ, «οὐδὲν εἰς οιξ λήγει ὄνομα πλὴν μόνον ἡ προὶξ καὶ ὀξύνεται». Ἡρῳδιαν. περὶ Καθολ. Προσῳδ. ιδ΄, τ. 1, σ. 397, 19, Ἀρκάδ. 125, 6· (Ἰων. προῒξ κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 495. 32), ἴδε ἐν τέλ. Δῶρον, δωρεά, προικὸς γεύεσθαι, «τῆς δωρεὰν δόσεως» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 413· ἀργαλέον ἕνα προικὸς χαρίσασθαι, «χαλεπὸν γὰρ καὶ ἀδύνατον ἕνα δωρεὰν τοιαύτην χαρίσασθαι» (Σχόλ.), κατ’ ἄλλον Σχολιαστ. «ἀντὶ τοῦ προῖκα, δψρεάν», Ὀδ. Ν. 15. 2) μεθ’ Ὅμηρ., τὸ κατὰ τοὺς γάμους διδόμενον μερίδιον, προίξ, φερνή, Ἱππῶν. 69, Ἀνδοκ. 30. 40, Λυσί. 159. 9, Πλάτ. Νόμ. 744C, κ. ἀλλ.· ἐν προικὶ τιμᾶν, ὑπολογίζειν ὡς μέρος τῆς προικός, Δημ. 1156. 15. ΙΙ. οἱ Ἀττικοὶ ἐχρῶντο τῇ αἰτ. προῖκα ὡς ἐπίρρ. ὡς τὸ δωρεάν, «χάρισμα», Λατ. gratis, Ἀριστοφ. Ἱππ. 577, 679, Νεφ. 1426· προῖκα ἐργάζεσθαι Πλάτ. Πολ. 346Ε· δειπνεῖν Ἀντιφάν. ἐν «Τυρρηνῷ» 1· πρ. κρίνειν, πρεσβεύειν, ἄνευ δώρου, τιμίως καὶ εἰλικρινῶς, Δημ. 60. 2., 413. 16 καὶ 20 πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 399, 2099, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, παῖς… κακὸν μὲν δρᾶν τι προῖκ’ ἐπίσταται, ἀφ’ ἑαυτοῦ, χωρὶς διδασκάλου, Σοφ. Ἀποσπ. 779. (Ἐκ τῆς √ΠΡΟΙΚ, ὅθεν καὶ καταπροΐξομαι, καὶ πιθανῶς προΐσσομαι, προΐκτης, πρβλ. Σανσκρ. prak΄h (rogare, predari)· Λατ. prec-or, proc-or, proc-us).
French (Bailly abrégé)
προικός (ἡ) :
1 présent, don ; acc. adv. • προῖκα, en présent, gratuitement;
2 dot en prose touj. en ce sens.
Étymologie: πρό, R. Ϝικ, venir, > ἵκω, ἱκνέομαι.
Greek Monolingual
-κός, ιων. τ. πρόϊξ, ἡ, Α
βλ. προίκα.