προὔπεμψα
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek (Liddell-Scott)
προὔπεμψα: ἀντὶ προέπεμψα, Ὄμηρ.
French (Bailly abrégé)
ao. de προπέμπω.
Greek Monotonic
προὔπεμψα: συνηρ. αντί προ-έπεμψα.
προὔπεμψα: ἀντὶ προέπεμψα, Ὄμηρ.
ao. de προπέμπω.
προὔπεμψα: συνηρ. αντί προ-έπεμψα.