τάξος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάξος Medium diacritics: τάξος Low diacritics: τάξος Capitals: ΤΑΞΟΣ
Transliteration A: táxos Transliteration B: taxos Transliteration C: taksos Beta Code: ta/cos

English (LSJ)

ἡ,

   A yew, Taxus baccata, Sabin. ap. Orib.9.16.3, Gal.12.127 (cited as a Latin word by Dsc.4.79).

German (Pape)

[Seite 1069] ὁ, der Taxus- od. Eibenbaum, gew. σμῖλαξ, taxus, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

τάξος: ὁ, ἡ σμῖλαξ, Λατ. taxus, Γαλην. -Καθ’ Ἡσύχ: «τάξος· δένδρον τι ὀρεινόν».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
if, arbre.
Étymologie: cf. lat. taxus.

Greek Monolingual

ο / τάξος, ἡ, ΝΑ, και τάξος, η, Ν
γένος γυμνόσπερμων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ταξίδες και περιλαμβάνει 8 περίπου είδη δένδρων ή θάμνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taxus «ήμερο έλατο»].