σύνδετος

From LSJ
Revision as of 12:22, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδετος Medium diacritics: σύνδετος Low diacritics: σύνδετος Capitals: ΣΥΝΔΕΤΟΣ
Transliteration A: sýndetos Transliteration B: syndetos Transliteration C: syndetos Beta Code: su/ndetos

English (LSJ)

ον,

   A bound hand and foot, S.Aj.65, 296.    2 united with, αὐτὰ αὑτοῖς Pl.Plt.279e; τὰ σ. compounds, concrete things, Procl.Inst.157.    3 well knit together, Arist.Phgn. 807b15.    II Subst. σύνδετον, τό, band, E.Ion 1390.

German (Pape)

[Seite 1006] zusammengebunden; Soph. Ai. 62. 289; Plat. Polit. 280 e; τὰ σύνδετα, = σύνδεσμα, Eur. Ion 1390.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδετος: -ον, συνδεδεμένος, δεδεμένος ὁμοῦ, συνδέτους αἰκίζεται Σοφ. Αἴ. 65· συνδέτους ἄγων ὁμοῦ ταύρους, κύνας βοτῆρας αὐτόθι 296. 2) ὁ συνδεδεμένος τινί, συνηνωμένος, τινι Πλάτ. Πολιτ. 279E. 3) ὁ συμπεπλεγμένος μετά τινος, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. σύνδετον, τό, δεσμός, Εὐρ. Ἴων 1390.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a les pieds et les mains liés.
Étymologie: συνδέω.

English (Slater)

σύνδετος
   1bound together with, tributary of <σύνδετον> (supp. Snell e Σ, σύνδετος λέγεται ὅτι ἔσχε συνάφειαν τῷ Τιταρησίῳ, ὃς ἀπόρροιαν ἀπὸ Στυγὸς ἔχει) (Pae. 10.4)