κλεψύδρα
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
Ion. κλεψ-ύδρη, ἡ, (ὕδωρ)
A pipette, = ὑδράρπαξ, a small vessel with one or more perforations below and an air-vent above, for transferring small quantities of liquid, Emp.100.9, Arist.Ph.213a27, Pr. 914b9, al., Hero Spir.2.27 (described in 1.7), Simp.in Cael.524.19, in Ph.647.26. II water-clock, a water-butt with a narrow orifice underneath, through which the water trickled slowly, for measuring periods of time, used to time speeches in the law-courts, Ar.V.93, 857, Arist.Ath.67.2, etc.; πρὸς κλεψύδρας ἀγωνίζεσθαι Id.Po.1451a8; τὴν ὀπὴν βῦσον τῆς κλεψύδρης Herod.2.43; for measuring military watches, Aen.Tact.22.24; for astronomical measurements, Procl. Hyp.4.74 (in the form of a perforated bowl floating on water, Gal. Anim.Pass.2.5); rarely for other purposes, Eub.p.182 K., Epin.2; εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς κ. Herophil. ap. Marcellin.Puls.265. III name of an ebbing well, in the Acropolis at Athens, Ar.Av.1695 (lyr.); at Ithome, Pap.in Abh.Berl.Akad.1904(2).14 (ii B.C.), Paus. 4.31.6.
German (Pape)
[Seite 1449] ἡ, Wasseruhr, in welcher, wie bei den Sanduhren, das Wasser in einem enghalsigen Gefäße durch eine seine Oeffnung am Boden rinnt, sich gleichsam heimlich durchstiehlt, Schol. Ar. Ach. 693 u. Vesp. 93; Simplic. ad Arist. coel. 2 beschreibt sie als ἀγγεῖον στενόστομον πλατεῖαν ἔχον τὴν βάσιν μικραῖς ὀπαῖς διατετρυπημένην; vgl. auch Empedocl. 257 ff. (bei Arist. de respir. 7) u. Sturz dazu; oft erwähnt in Athen, wo nach der κλεψύδρα den Rednern die Zeit zum Sprechen zugemessen wurde, vgl. Ar. Av. 1695 u. s. ὕδωρ unten; πίνειν δεήσει πρὸς κλεψύδραν Epinic. bei Ath. XI, 497 a; Arist. probl. 16, 8 u. sonst. – Bei Athen eine Quelle, deren Wasser zuweilen ausblieb, vgl. Schol. Ar. Vesp. 853. S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
κλεψύδρα: Ἰων. -ύδρη, ἡ, (ὕδωρ), ἀγγεῖον στενόστομον πλατεῖαν ἔχον τὴν βάσιν μικραῖς ὀπαῖς διατετρυπημένην, (Συμπλίκ. εἰς Ἀριστ. Οὐραν. 2, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 693), δι’ ὧν ἔσταζε βραδέως τὸ ὕδωρ καὶ ἐχρησίμευεν ὡς ὡρολόγιον· κατὰ πρῶτον μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἐμπεδ. (351) παρ’ Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 5· ἦτο δὲ ἐν χρήσει πρὸς ὁρισμὸν τοῦ χρόνου τῶν ἀγορεύσεων ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Ἀριστοφ. Σφ. 93. 857, κτλ.· πρὸς κλ. ἀγωνίζεσθαι Ἀριστ. Ποιητ. 7, 11· πρβλ. ἐγχέω ΙΙΙ, ὕδωρ ἐν τέλ. ΙΙ. ὄνομα πηγῆς ἐν τῇ Ἀκροπόλει ἐν Ἀθήναις, ἧς τὸ ὕδωρ ὁτὲ μὲν ἐπλημμύρει, ὁτὲ δὲ ἐξέλειπεν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1695· καλουμένη ὡσαύτως, ἐμπεδώ, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 853, Λυσ. 912· ὡσαύτως ὄνομα ἑτέρας πηγῆς ἐν Ἰθώμῃ, Παυσ. 4. 31, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
clepsydre, horloge à eau pour marquer le temps accordé aux orateurs.
Étymologie: κλέπτω, ὕδωρ.
Greek Monolingual
η (Α κλεψύδρα, ιων. τ. κλεψύδρη)
στενόστομο αγγείο που περιείχε νερό, με βάση πλατιά και γεμάτη μικρές οπές από όπου έσταζαν αργά οι σταγόνες ώσπου να εξαντληθεί τελείως το νερό και το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση του χρόνου, ιδίως κατά τις αγορεύσεις ρητόρων στα δικαστήρια («πρὸς κλεψύδρας ἄν ἠγωνίζοντο», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ο περιορισμένος χρόνος, η πίεση του χρόνου που αναγκάζει τον ομιλητή να είναι σύντομος και να περατώσει την ομιλία του μέσα στα όρια που του έχουν ταχθεί
αρχ.
ως κύριο όν. Κλεψύδρα
α) ονομασία πηγής στην Ακρόπολη της Αθήνας της οποίας το νερό άλλοτε πλημμύριζε και άλλοτε στέρευε
β) ονομασία πηγής στην κορυφή της Ιθώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ- του κλέπτω (πρβλ. κλέψ-αι) + -υδρ- (< ὕδωρ με μηδενισμένη βαθμίδα του καταληκτικού επιθήματος, πρβλ. άν-υδρ-ος) + κατάλ. -α].