ἱροφάντης
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English (LSJ)
ὁ, Ion. for ἱεροφ-.
Greek (Liddell-Scott)
ἱροφάντης: ὁ, Ἰων. ἀντὶ ἱεροφάντης.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἱεροφάντης.
Greek Monolingual
ἱροφάντης, ὁ (Α)
ιων. τ. του ιεροφάντης.