χηρεύω
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
English (LSJ)
intr.,
A to be without, lack, c. gen., νῆσος ἀνδρῶν χ. Od.9.124, cf. Plu. Pomp.28, Ael.NA4.59: γῆ χ. τῶν ἐκπονούντων Alciphr.3.25; ὁλκὰς τῶν ἐμπλεόντων χηρεύουσα Hld.1.1; τῶν τῆς Ἀφροδίτης ὀργίων χ. Ach. Tat.4.1; οὐδέποτε χ. τῶν ὄντων τινὸς ὁ κόσμος Herm. ap. Stob.1.41.6; χ. ἀπό τινος Steph. in Hp.1.219 D. 2 abs. of a woman, to be widowed, live in widowhood, Is.6.51, D.30.11,33; of birds, Arist. Fr.347; also of men, to be a widower, Plu.Cat.Ma.24:—Med., χηρεύσῃ λέχος E.Alc.1089. 3 live in solitude, of a fugitive, S.OT479 (anap.). II trans., bereave, E.Cyc.440; πεσὼν χηρεύσει σύνοικον Aphth.Prog.13.
German (Pape)
[Seite 1354] 1) intrans., leer od. öde sein, τινός, νῆσος ἀνδρῶν χηρεύει Od. 9, 124; bes. des Gatten od. der Eltern beraubt, also verwittwe't, verwais't sein, im Wittwenstande leben, Is. 6, 51 Dem. 30, 11 u. sam sein, μέλεος μελέῳ ποδὶ χηρεύων Soph. O. R. 479; Eur. Alc. 1092. – 2) trans., leer, öde machen, berauben, bes. zur Wittwe od. Waise machen, τινά τινος, Sp., wie man auch Eur. Cycl. 440 nehmen kann.
Greek (Liddell-Scott)
χηρεύω: (χῆρος) ἀμετάβ., στεροῦμαι, μετὰ γεν., νῆσος ἀνδρῶν χ. Ὀδ. Ι. 124· χηρεύσει πολλῶν Θέογν. 956Β, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. 2) ἀπολ, στεροῦμαι τοῦ ἀνδρός μου, χηρεύω, ζῶ ἐν χηρείᾳ, Ἰσαῖος 61. 22, Δημ. 867, 4., 873. 11, Ἀριστ. Ἀποσπ. 271, κλπ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ἀνδρῶν, εἶμαι χῆρος, Πλάτ. Κάτων Πρεσβύτ. 24· χηρεύσει λέχος Εὐρ. Ἄλκ. 1089. 3) ζῶ ἐν ἐρημίᾳ, ἐπὶ ἐξορίστου, Σοφ. Ο. Τ. 479. ΙΙ. μεταβ., στερῶ, ἀποστερῶ, Εὐρ. Κύκλ. 440 (ἴδε ἐν λ. σίφων)· - ἡ χρῆσις ἡ ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 543 εἶναι ἀμφίβ.
French (Bailly abrégé)
1 être vide : ἀνδρῶν OD d’hommes;
2 être veuf ou veuve;
3 être solitaire, vivre dans la solitude.
Étymologie: χῆρος.