ἀναλέγω

From LSJ
Revision as of 15:23, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλέγω Medium diacritics: ἀναλέγω Low diacritics: αναλέγω Capitals: ΑΝΑΛΕΓΩ
Transliteration A: analégō Transliteration B: analegō Transliteration C: analego Beta Code: a)nale/gw

English (LSJ)

Ep. impf. ἄλλεγον (v. infr.): fut.

   A -λέξω Ar.Av.50<*>: Ep. aor. inf. ἀλλέξαι:—Med., v. infr.:—pick up, gather up, ὀστέα ἀλλέξαι Il.21.321; ὀστέα . . ἄλλεγον ἐς φιάλην 23.253; ἀνά τ' ἔντεα καλὰ λέγοντες 11.755; ἐκ βίβλων ἀ. collect materials from books, IG3.716:—Med., pick up for oneself, τοὺς στατῆρας Hdt.3.130; [σκώληκας] ἀ. τῇ γλώττῃ, of the woodpecker, Arist.HA614b1; ἀ. πνεῦμα collect one's breath, AP12.132 (Mel.); select or take up a theme for discussion, Ps.-Alex. Aphr. in SE17.15.    II in Med., reckon up, τὸν χρόνον Plu.Lyc.1:— Pass. (with fut. ἀναλέξομαι Them. in Ph.132.7), ὅ σοι τιμὴν οἴσει εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον ἀναλεγόμενον being recounted, X.An.2.1.17.    III in Med., read through, τὸ περὶ ψυχῆς γράμμ' ἀναλεξάμενος Call.Epigr. 25; συχνὰς ἀναλεξάμενος γραφάς D.H.1.89; ἐκ γραμμάτων ἀ. τι Plu. 2.582a:—Pass., Σαπφοῦς -ομένης ib.711d.    2 Med., recover, ἀπὸ τῆς καταπλήξεως dub. in D.S.32.6.

German (Pape)

[Seite 195] auflesen, aufsammeln, ὀστέα Il. 21, 321. in der Form ἀλλέξαι, wie ἄλλεγον 23, 253; in tmesi, ἀνά τ' ἔντεα καλὰ λέγοντες, 11, 755, u. so einzeln bei Sp., nach B. A. = ἐκλέγειν aus Archipp. com. Häufiger im med., für sich aufsammeln, Her. 3, 130; Luc. Pisc. 6 πνεῦμα, wieder zu Athem kommen; Mel. 58 (311, 132); Plut. zusammenrechnen, χρόνον Lyc. 1; eines mit dem andern vergleichen, Lys. 19; lesen, γραφάς D. H. 1, 89; Ant. Th. 14 (tr, 428); – Xen. Au. 2, 1. 17 ὅ σοι τιμὴν οἴσει εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον ἀναλεγόμενον erkl. Krüger richtig: wenn es weiter erzählt, verbreitet wird, indem er ἀναγγέλλω vergleicht; an lesen ist hier nicht zu denken.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλέγω: Ἐπ. παρατ. ἄλλεγον: μέλλ. -λέξω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 591: Ἐπ. ἀόρ. ἀπαρ. ἀλλέξαι: - Μέσ.: (ἴδε κατωτέρω)· συναθροίζω ἀπὸ τῆς γῆς, συλλέγω, ὀστέα ἀλλέξαι Ἰλ. Φ. 321· ὀστέα ... ἄλλεγον ἐς φιάλην Ψ. 253· καὶ ἐν τμήσει· ἀνά τ’ ἔντεα καλὰ λέγοντες Λ. 755· ἐκ βίβλων ἀν., συλλέγειν ὕλην ἐκ βιβλίων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 878: - Μέσ., συλλέγω δι’ ἐμαυτόν, τοὺς στατῆρας Ἡρόδ. 3. 130· [σκώληκας] ἀναλέγεται τῇ γλώττῃ, περὶ τοῦ δρυοκολάπτου, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 9, 1· ἀν. πνεῦμα, συνάγω τὴν ἀναπνοήν μου, ἀναπνέω βαθέως, Ἀνθ. Π. 12. 132. ΙΙ. ὑπολογίζω, τὸν χρόνον Πλουτ. Λυκοῦργ. 1: - Παθ., ὅ σοι τιμὴν οἴσει εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον ἀναλεγόμενον, λεγόμενον πολλάκις, ἐπαναλαμβανόμενον, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 17. ΙΙΙ. κατὰ μέσ. τύπον ὡς τὸ ἐπιλέγομαι, διέρχομαι σύγγραμμά τι, ἀναγινώσκω αὐτὸ ὅλον, τὸ περὶ τῆς ψυχῆς γράμμ’ ἀναλεξάμενος Καλλ. Ἐπιγράμμ. 24· συχνὰς ἀναλεξάμενος γραφὰς Διον. Ἁλ. 1. 89· ἐκ γραμμάτων ἀν. τι Πλούτ. 2. 582A.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναλέξω, ao. ἀνέλεξα, pf. inus.
ramasser : ὀστέα IL des ossements;
Moy. ἀναλέγομαι;
1 recueillir ou ramasser pour soi ; fig. ἀν. τὸν χρόνον PLUT calculer le temps;
2 lire.
Étymologie: ἀνά, λέγω².

English (Autenrieth)

ipf. ἄλλεγον, aor. inf. ἀλλέξαι· gather up, ὀστέα. (Il.)