πλήξ
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ῆγος, ἡ, name of a bandage, Sor.Fasc.22,24. 2 coined word (sine expl.) in Hellad. ap. Phot.p.532 B.
French (Bailly abrégé)
ηγός (ὁ, ἡ),
HELLAD. (PHOT. Bibl. p. 532.4) dout. aiguillon pour les bœufs.
Étymologie: πλήσσω.
Greek Monolingual
-ῆγος, ἡ, Α
ονομασία επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληγ-ς < θ. πληγ- του πλήσσω (πρβλ. πληγή)].