ῥακόδυτος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ον,
A ragged, στολά E.Rh.712 (lyr.); written ῥακκό- in Hsch. s.v. κακοείμονας.
German (Pape)
[Seite 833] mit Lumpen bekleidet, übh. lumpig, στολή, Eur. Rhes. 712.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couvert de haillons, déguenillé.
Étymologie: ῥάκος, δύω.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο γεμάτος κουρέλια, ο κουρελιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + δύω «ντύνομαι, φορώ»].