ἐκλείπω

From LSJ
Revision as of 13:57, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλείπω Medium diacritics: ἐκλείπω Low diacritics: εκλείπω Capitals: ΕΚΛΕΙΠΩ
Transliteration A: ekleípō Transliteration B: ekleipō Transliteration C: ekleipo Beta Code: e)klei/pw

English (LSJ)

   A leave out, pass over, πολλὰ δ' ἐκλείπω λέγων A.Pers.513; ἐ. ὄχλον λόγων Id.Pr. 827, cf. D.25.47; ἐ. Ἄνδρον leave out, pass over Andros, Hdt.4.33; ἐ. ὁτιοῦν τῆς παρασκευῆς Th.7.48 ; τὴν στρατιάν X.HG5.2.22 ; εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Pl.Smp.188e :—Pass., ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται fails not to appear, A.Eu.97.    2 forsake, desert, abandon, τὰς πατρίδας, τὴν ξυμμαχίην, etc., Hdt.1.169,6.13, etc.; θήρας μόχθον E.Hipp.52; τὸ ξυνώμοτον Th.2.74; τὸν ὅρκον E.IT750; abandon, quit, τὴν τάξιν Hdt.8.24, al.; τὴν χώρην Id.4.105,118,al.; τὸν πλοῦν S.Ph. 911, cf. 58; give up, τὴν τυραννίδα Hdt.6.123; τὰ ὑπάρχοντα Th.1.144; θρήνους E.Ph.1635; v. infr.11.2.    3 freq.in elliptic phrases, ἐκλείπειν τὴν πόλιν εἰς τὰ ἄκρα abandon the city and go to the heights, Hdt.6.100, cf.8.50, X.An.7.4.2; ἐξέλειπον οἴκους πρὸς ἄλλον εὐνάτορα E.Andr.1040 (lyr.).    4 εἴ τις ἐξέλιπε τὸν ἀριθμόν (of the Persian immortals) if any one left the number incomplete, Hdt.7.83.    5 fail one, ἐκλελοίπασιν ὑμᾶς αἱ προφάσεις Lys.8.16, cf. Pl.Lg.657d.    II intr., of the Sun or Moon, suffer eclipse, Th.2.28 ; in full, ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην Hdt.7.37; ἐ. τὰς ὁδούς Ar.Nu. 584.    2 die, οἱ ἐκλιπόντες the deceased, Pl.Lg.856e; τῶν ἄλλων ἐκλελοιπότων Is.11.10, etc.; of trees, BGU1120.33 (i B.C.); more freq. in full, ἐ. βίον S.El.1131; ὑφ' ὧν ἥκιστα ἐχρῆν τὸν βίον ἐκλιπών (=ἀποθανών) Antipho 1.21; so ἐ. φάος E.Ion 1186, etc.    3 faint, Hp.Prorrh.1.71.    4 generally, leave off, cease, τῇ μοι [ὁ λόγος] ἐξέλιπε Hdt.7.239; ἐ. πυρετός Hp.Aph.4.56, cf. Th.3.87; ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, i.e. it is day, S.El.19; ὥστε μὴ 'κλιπεῖν κλέος ib.985, cf. 1149; [αἱ ἐργασίαι] ἐκλελοίπασιν Isoc.8.20: c. part., leave off doing, Pl.Mx.234b, cf. 249b: c. gen., θεραπείας Plu.Marc.17.    5 fail, be wanting, ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν ἣν πρὶν εἴχομεν E.HF230, cf. Pl.R.485d; τῶν ἐπιτηδείων ἐκλειπόντων D.S.16.75; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε Luc.Nigr.35; περὶ ὧν ἐ. [ὁ νόμος] Arist.Pol.1286a37: Gramm., of words in a sentence, A.D.Synt.11.17; of grammatical forms, ib. 168.21.    6 remain, be left, LXX 4 Ki.7.13.    7 depart, A.Pers. 128 (lyr.), Th.219.    8 ἐκλείπων σφυγμός remittent pulse, Gal. 9.66.

German (Pape)

[Seite 766] 1) auslassen, verlassen, so daß man weggeht; χῶρον Aesch. Ch. 536; Thuc. 1, 92 u. A.; τὴν τυραννίδα, aufgeben, Her. 6, 123; τὸν βίον, sterben, Soph. El. 1120; Antiph. 1, 21; φάος Eur.; τὸ ζῆν Pol.; bes. verrätherischer Weise im Stich lassen, προδούς με κἀκλιπών Soph. Phil. 899; τὴν τάξιν, τὴν φυλακήν Plut. u. a. Sp.; auch ohne acc., von Soldaten, desertiren, Xen. An. 7, 4, 2; ἐκλείπειν πόλιν ἐς τὰ ἄκρα, ἐς ἄλλην, eine Stadt verlassen u. in eine andere ziehen, auswandern nach, Her. 6, 100. 8, 50; Xen. An. 1, 2, 24; – sich einer Sache entziehen, στρατείαν Xen. Hell. 5, 2, 22; ὁτιοῦν τῆς παρασκευῆς Thuc. 7, 38; unterlassen, nicht beobachten, ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς συνθήκης Thuc. 5, 42; θεραπείας σώματος, τὸ βοηθεῖν, Plut. Marcell. 17 Lys. 23; ὅρκον, brechen, Eur. I. T. 750, wie τὸ ξυνώμοτον Thuc. 2, 74; – weglassen, bes. in der Rede übergehen, ὄχλον λόγων Aesch. Prom. 829; πολλὰ ἐξέλιπον λέγων Pers. 505; εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Plat. Conv. 188 e; θρήνους Eur. Phoen. 1629; θήρας μόχθον Hipp. 52; γραφάς Dem. 25, 47. – 2) intrans., ablassen, nachlassen; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VI, 485 d; ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν, ἣν πρὶν εἴχομεν, eigtl. hat uns verlassen, ist geschwächt, vergangen, Eur. Herc. Fur. 230; μέλαινά τ' ἄστρων ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, es ist Tag geworden, Soph. El. 19, vgl. 985; ἡ νόσος τὸ δεύτερον ἐπέπεσε τοῖς Αθηναίοις, ἐκλιποῦσα μὲν οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν, sie hatte nie ganz aufgehört, Thuc. 3, 87; διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι αὐτόθι τὴν χιόνα Xen. An. 4, 5, 15, weil der Schnee dort fortgegangen; αἱ ἐργασίαι διὰ τὸν πόλεμον ἐκλελοίπασιν, sind ins Stocken gerathen, Isocr. 8, 20; ἄνειμι ἐκεῖσε τοῦ λόγου τῇ μοι τὸ πρότερον ἐξέλιπε, wo meine Erzählung stehen blieb, Her. 7, 239; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε, ging aus, Luc. Nigr. 35; τοὔνομα Plut. Rom. 18; c. partic., τοὺς τελευτήσαντας τιμῶσα οὐδέποτε ἐκλείπει, sie ermangelt nie zu ehren, Plat. Menex. 249 b, vgl. 234 a. – Ohnmächtig werden, Hippocr.; sterben, Plat. Legg. IX, 856 e; Is. 11, 10. – Von der Sonne u. dem Monde, sich verfinstern (ausbleiben), Thuc. 2, 28 Plat. Phaed. 99 d u. Folgde, der gewöhnliche Ausdruck; Her. 7, 37 sagt dafür auch ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην ἀφανὴς ἦν, wie Ar. Nub. 575 ἡ Σελήνη δ' ἐκλέλοιπε τὰς ὁδούς. – Das pass., wie intr., ὄνειδος ἐκλείπεται Aesch. Eum. 97, die Schmach verschwindet.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλείπω: παραλείπω, ἀφίνω, πολλά δ’ ἐκλείπω λέγων Αἰσχύλ. Πέρσ. 513· ἐκλ. ὄχλον λόγων ὁ αὐτ. Πρ. 827, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 52, Δημ. 784. 17· ἐκλ. Ἄνδρον, παρέρχομαι τὴν Ἄνδρον, Ἡρόδ. 4. 33· ἐκλ. ὁτιοῦν τῆς παρασκευῆς Θουκ. 7. 48· τὴν στρατιὰν Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 22· εἴτε ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Πλάτ. Συμπ. 188Ε. - Παθ., ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται, δὲν λείπει τοῦ νὰ παρουσιασθῇ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 27. 2) ἐγκαταλείπω, ἀφίνω, τὴν πατρίδα, τὴν ξυμμαχίην, κτλ., Ἡρόδ. 1. 169, 6. 13, κτλ· τὸ ξυνώμοτον Θουκ. 2. 72· τὸν ὅρκον Εὐρ. Ι. Τ. 750· - καταλείπω καὶ φεύγω, τὴν τάξιν Ἡρόδ. 8. 24, κ. ἀλλ.· τὴν χώρην ὁ αὐτ. 4. 105, 118, κ. ἀλλ.· ἕδρας Αἰσχύλ. Θήβ. 218, πρβλ. Πέρσ. 128· ἀνὴρ ὅδ’..., προδούς μ’ ἔοικε κἀκλιπὼν τὸν πλοῦν στελεῖν Σοφ. Φ. 911, πρβλ. 58· - παραιτοῦμαι, ἐξέλιπον οἱ Πεισιστρατίδαι τὴν τυραννίδα Ἡρόδ. 6. 123· τὰ ὑπάρχοντα Θουκ. 1. 144· θρήνους Εὐρ. Φοίν. 1635· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. 3) συχν. ἐν ἐλλειπτ. φράσεσιν, ὡς, ἐκλείπειν τὴν πόλιν ἐς τὰ ἄκρα, ἐγκαταλείπειν τὴν πόλιν καὶ καταφεύγειν εἰς τὰ ὀρεινὰ μέρη, Ἡρόδ. 6. 100, πρβλ 8. 50, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 4· οὕτως, ἐκ δ’ ἔλειπον οἴκους πρὸς ἄλλον εὐνάτορα Εὐρ. Ἀνδρ. 1040. 4) εἴ τις ἐξέλιπε τὸν ἀριθμὸν ἢ θανάτῳ βιηθεὶς ἢ νούσω (ἐπὶ τοῦ Περσικοῦ στρατιωτικοῦ σώματος τῶν ἀθανάτων), ἄν τις ἤθελεν ἀφήσει τὸν ἀριθμὸν τοῦτον ἐλλιπῆ, κτλ., Ἡρόδ. 7. 83. 5) ἐξαντλοῦμαι, «τελειώνω», ἐκλελοίπασιν ὑμᾶς αἱ προφάσεις Λυσ. 113. 391, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 657D. II. ἀμεταβ., ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, ὑφίσταμαι ἔκλειψιν, Θουκ. 2. 28· - πλῆρες, ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην Ἡρόδ. 7. 37· ἐκλ. τὰς ὁδοὺς Ἀριστοφ. Νεφ. 584· πρβλ. ἔκλειψις. 2) ἀποθνήσκω, ὡς τὸ Λατ. decedere, οἱ ἐκλελοιπότες, οἱ ἀποθανόντες, Πλάτ. Νόμ. 856Ε, Ἰσαῖ. 84. 26· - ἀλλὰ συνηθέστερον πλῆρες, ὡς ὤφελον πάροιθεν ἐκλιπεῖν βίον Σοφ. Ἠλ. 1131· ὑφ’ ὧν ἥκιστα, ἐχρῆν τὸν βίον ἐκλιπὼν (= ἀποθανὼν) Ἀντιφῶν 113. 38· οὕτως, ἐκλ. φάος Εὐρ. Ἴων 1186, κτλ. 3) λιποθυμῶ, Ἱππ. Προρρ. 72. 4) καθόλου, τελειώνω, παύομαι, παρέρχομαι, «σταματῶ», τῇ μοι ὁ λόγος ἐξέλιπε Ἡρόδ. 7. 239· ἐκλείπει πυρετὸς Ἱππ. Ἀφ. 1251, πρβλ. Θουκ. 3. 87· ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, παρῆλθεν, ὅ ἐ. εἶναι ἡμέρα πλέον, Σοφ. Ἠλ. 19· ὥστε μὴ ’κλιπεῖν κλέος αὐτόθι 985, πρβλ. 1149· ἐνίοτε ὡσαύτως μετὰ μετοχῆς, παύομαι ποιῶν τι, Πλάτ. Μενέξ. 234Β, πρβλ. 249Β· μετὰ γεν., θεραπείας Πλουτ. Μάρκελλ. 17. 5) δὲν ὑπάρχω, λείπω, ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν, ἣν πρὶν εἴχομεν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 230· τὰς δὲ διὰ τοῦ σώματος (ἡδονὰς) ἐκλείποιεν Πλάτ. Πολ. 485D· περί τινος Ἀριστ. Πολ. 3. 15, 9, κτλ.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκλείψω, ao.2 ἐξέλιπον, etc.
I. délaisser :
1 quitter, abandonner : τινά qqn ; πόλιν THC, τὴν Βοιωτίαν THC, τὰ ὑπάρχοντα THC une ville, la Béotie, ce qu’on possède ; τὸν βίον SOPH quitter la vie ; abs. déserter : στρατείαν XÉN abandonner une expédition, y renoncer ; ὅρκον EUR, ξυνώμοτον THC violer un serment, une convention jurée;
2 laisser de côté omettre : Ἄνδρον HDT passer sans entrer à Andros ; ὁτιοῦν τῆς παρασκευῆς THC omettre quoi que ce soit des préparatifs ; ὄχλον λόγων ESCHL omettre une foule de paroles;
II. intr. manquer, cesser, disparaître : διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι τὴν χιόνα XÉN parce que la neige avait disparu ; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε LUC la voix manqua ; νόσος ἐκλιποῦσα οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν THC maladie qui n’avait jamais cessé absolument ; en parl. de pers. mourir ; s’éclipser en parl. du soleil, de la lune ; ἐκλ. τινός renoncer à qch ou cesser de faire qch.
Étymologie: ἐκ, λείπω.

English (Slater)

ἐκλείπω intrans.,
   1 fail φᾶ οὐδέ ποτ' ἐκλείψειν γενεάν (O. 6.51)