δορυάλωτος

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

   A v. δοριάλωτος.

German (Pape)

[Seite 659] = δοριάλωτος; Xen. Cyr. 7, 5, 35 Hell. 5, 2, 5; Hdn. 2. 13, 9.

Greek (Liddell-Scott)

δορυάλωτος: ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ δοριάλωτος,

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
réc. c. δοριάλωτος.

Greek Monolingual

βλ. δοριάλωτος.