λάλημα

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰλημα Medium diacritics: λάλημα Low diacritics: λάλημα Capitals: ΛΑΛΗΜΑ
Transliteration A: lálēma Transliteration B: lalēma Transliteration C: lalima Beta Code: la/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A talk, prattle, Eub.109, Mosch.1.8.    II prater, S.Ant.320; ποικίλων λαλημάτων E.Andr. [937].    2 a person talked about, by-word, LXX 3 Ki.9.7, al.    III style, Nausiph. 2.

German (Pape)

[Seite 9] τό, das Geschwätz, Mosch. 3, 8, u. Sp., auch = Geräusch, Eubul. Ath. VI, 229 a. – Als Schmähwort, der Schwätzer, οἴμ' ὡς λάλημα δῆλον ἐκπεφυκὸς εἶ Soph. Ant. 320; von Frauen, Eur. Andr. 938, im plur.

Greek (Liddell-Scott)

λάλημα: [λᾰ], τό, ὁμιλία, φλυαρία, Εὔβουλ. ἐν «Τιτᾶσι» 1, Μόσχ. 1. 8. ΙΙ. φλύαρος ἄνθρωπος, Σοφ. Ἀντ. 320 (ἂν μὴ ἐσφ. γραφὴ ἀντὶ ἄλημα, ἴδε Δινδ.)˙ ποικίλων λαλημάτων Εὐρ. Ἀνδρ. 937. 2) ἄνθρωπος περὶ οὗ γίνεται συχνὸς λόγος ἐπὶ κακῷ, πρὸς ὄνειδος, Λατ. fabula, Ἑβδ. (Γ Βασιλ. Θ΄, 7, κ. ἀλλ.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 bavardage, babil;
2 p. ext. bavard, causeur.
Étymologie: λαλέω.

Greek Monolingual

το (AM λάλημα) λαλώ
ομιλία, λόγος, φλυαρία
νεοελλ.
1. κελάδημα ή φωνή πτηνού («του πετεινού το λάλημα»)
2. ήχος μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου
3. στον πληθ. τα λαλήματα
τα λαλούμενα, δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή ορχήστρα
αρχ.
1. κατηγορία εναντίον κάποιου, καταλαλιά («καὶ ἔσται Ἰσραὴλ εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς λάλημα εἰς πάντας τοὺς λαούς», ΠΔ)
2. ύφος λόγου
3. συνεκδ. ο φλύαρος, ο φαφλατάς («σοφῶν πανούργων ποικίλων λαλημάτων», Ευρ.).