μονοτράπεζος

From LSJ
Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοτράπεζος Medium diacritics: μονοτράπεζος Low diacritics: μονοτράπεζος Capitals: ΜΟΝΟΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: monotrápezos Transliteration B: monotrapezos Transliteration C: monotrapezos Beta Code: monotra/pezos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A at a solitary or separate table, ξένια E.IT949.

German (Pape)

[Seite 205] allein zueinem Tische gehörig, ξένια, Eur. I. T. 949.

Greek (Liddell-Scott)

μονοτράπεζος: -ον, ὁ ἐν μιᾷ ἢ ἐν χωριστῇ τραπέζῃ, ξένια Εὐρ. Ι. Τ. 949.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on laisse seul à table.
Étymologie: μόνος, τράπεζα.

Greek Monolingual

μονοτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που παρέχεται σε ξεχωριστό από τα άλλα τραπέζιξένια μονοτράπεζά μοι παρέσχον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο-τράπεζος].