αἱματώδης
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ες,
A looking like blood, διαχωρήματα Hp.Prog.11; φάρυγξ Th.2.49, cf. Arist. Mete.342a36, Thphr.HP6.4.6, etc. 2 of the nature of blood, bloody, ὑγρότης Arist.GA726b32, cf.PA665b7 (Comp.), al.; διαχώρησις Diocl. Fr.147.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς αἷμα, Θουκ. 2. 49, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 1. καὶ ἀλλ. 2) ἐκ τῆς φύσεως τοῦ αἵματος, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 1. 19, 9. Μορ. Ζ. 4. 3, 4, καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
d’un rouge sang.
Étymologie: αἷμα, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
1 medic. enrojecido por la sangre de partes del cuerpo τὰ ἐντός, ἥ τε φάρυξ καὶ ἡ γλῶσσα, εὐθὺς αἱματώδη ἦν Th.2.49
•sanguinolento αἱματῶδές τε οὐρέουσι Hp.Epid.6.1.5, αἱματώδεα πτύουσιν Hp.Epid.6.3.24, cf. Hum.20, ὑγρότης Arist.GA 726b32, διαχωρήσεις Diocl.Fr.185.41, ὑποχύσεις Archig. en Gal.12.796, cf. Arist.PA 665b7.
2 gener., sólo ref. al color semejante a la sangre, rojo sangre αἱ. χρώματα Arist.Mete.342a36, cf. Thphr.HP 6.4.6, Plu.2.238f, Gal.19.495, Cleom.2.1.133, D.C.62.1.2, 65.11.1.
3 fig. cruento, sangriento καιρός Gr.Thaum.M.10.1016C.