ἀναβαίνω

From LSJ
Revision as of 15:22, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβαίνω Medium diacritics: ἀναβαίνω Low diacritics: αναβαίνω Capitals: ΑΝΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: anabaínō Transliteration B: anabainō Transliteration C: anavaino Beta Code: a)nabai/nw

English (LSJ)

impf. ἀνέβαινον: fut. -βήσομαι: (for aor. 1 v. infr. B): aor. 2 ἀνέβην, imper. ἀνάβηθι, -βῶ, -βῆναι, -βάς: pf. -βέβηκα:— Med., aor. 1 -εβησάμην, Ep. 3sg. -εβήσετο, v. infr. B:—Pass., v. infr. 11.2:—

   A go up, mount, c. acc. loci, οὐρανόν, ὑπερώϊα ἀ. go up to heaven, to the upper rooms, Il.1.497, Od.18.302; φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει goes up among, ib.6.29; more freq. with Prep., ἀ. εἰς ἐλάτην, ἐς δίφρον, Il.14.287, 16.657; rarely with ἀνά repeated, ἀν' ὀρσοθύρην ἀ. Od.22.132; after Hom., most. freq. with ἐπί, ἀ. ἐπὶ τὰ ὑψηλότατα τῶν ὀρέων Hdt.1.131: c. dat., νεκροῖς ἀ. to trample on the dead, Il.10.493: metaph., ἐπειδὴ ἐνταῦθα ἀναβεβήκαμεν τοῦ λόγου Pl. R.445c.    II Special usages:    1 mount a ship, go on board, in Hom. mostly abs.; ἐς Τροίην ἀ. embark for Troy, Od.1.210; ἀπὸ Κρήτης ἀ. 14.252; ἐπὶ τὰς ναῦς Th.4.44, etc.: metaph., ἀναβάσομαι στόλον I will mount a prow, Pi.P.2.62.    2 mount on horse-back (cf. ἀναβάτης), ἀ. ἐφ' ἵππον X.Cyr.4.1.7, cf. 7.1.3: abs., ἀναβεβηκώς mounted; ἀναβάντες (abs.) ἐφ' ἵππων ἐλάσαι 3.3.27; ἀ. ἐπὶ τροχόν mount on the wheel of torture, Antipho 5.40.    b c. acc., ἀ. ἵππον mount a horse, Theopomp.Hist.2:—Pass., [ἵππος] ὁ μήπω ἀναβαινόμενος that has not yet been mounted, X.Eq.1.1; ἀναβαθείς when mounted, ib.3.4; ἐν ἵππῳ ἀναβεβαμένῳ Id.Eq.Mag. 3.4, cf. 1.4.    3 of land-journeys, go up from the coast into Central Asia, Hdt.5.100, X.An.1.1.2; ἀ. παρὰ βασιλέα Pl.Alc.1.123b.    b go up to a temple, PPar.47.19, Ev.Luc.18.10; to a town, Ev.Matt.20.18, al., cf. PLond.3.1170b.46 (iii A. D.), etc.; in curses, ἀ. παρὰ Δάματρα πεπρημένος GDI3536.19 (Cnidus), cf. SIG 1180.9 (ibid.).    c ascend to heaven, Ascens.Is.2.16.    4 of rivers in flood, rise, Hdt.2.13; ἀ. ἐς τὰς ἀρούρας overflow the fields, Id.1.193.    5 of plants, shoot up, ἐπὶ δένδρα X.Oec.19.18; climb on sticks, Thphr.HP8.3.2; generally, shoot, spring up, Ev.Matt.13.7; of hair, X.Smp.4.23.    6 in Att., ἀ. ἐπὶ τὸ βῆμα, or . alone, mount the tribune, rise to speak, D.18.66, 21.205, Prooem.56; ἀ. εἰς τὸ πλῆθος, εἰς or ἐπὶ τὸ δικαστήριον come before the people, before the court, Pl. Ap.31c, 40b, Grg.486b; ἀ. ἐπὶ τὸν ὀκρίβαντα mount the stage, Id.Smp.194b: abs., ἀνάβαινε Ar.Eq.149; ἀνάβηθι Id.V.963; of witnesses in court, Lys.1.29.    7 of the male, mount, cover, ἀ. τὰς θηλέας Hdt.1.192, cf.Ar.Fr.329; ἀ. ἐπί Ph.1.651, cf. Moer.3:—Pass., Milet.3.31 (a).6 (vi B. C.).    8 of age, δύο ἀναβεβηκὼς ἔτη τῆς ἡλικίας τῆς ἐμῆς two years older... Ach. Tat.1.7.    9 ascend to higher knowledge, ἡ ἀναβεβηκυῖα ἐπιστήμη Simp.in Ph.15.34, cf. 9.30; τὰ ἀναβεβηκότα generalities, Sor.2.5.    10 c. acc., surpass, κάλλει τὴν πᾶσαν διακόσμησιν Lyd.Ost.22.    III of things and events, come to an end, turn out, Hdt.7.10.θ; ἀπό τινος ἀ. result from, X.Ath. 2.17.    b ἀ. ἐπὶ καρδίαν enter into one's heart, of thoughts, LXX 4 Ki.12.4, Je.3.16, 1 Ep.Cor.2.9, cf. Ev.Luc.24.38.    2 come to, pass over to, ἐς Αεωνίδην ἀνέβαινεν ἡ βασιληΐη Hdt.7.205, cf. 1.109.    IV return to the beginning, of discourse, Democr.144a; go back, ἀναβήσεται ἐπὶ τὰς κτίσεις τῶν προγόνων Hermog.Inv.2.2.    B aor. ἀνέβησα in causal sense, make to go up, esp. put on shipboard, Il.1.143, Pi.P.4.191; so in aor. Med., νὼ ἀναβησάμενοι having taken us on board with them, Od.15.475: rare in Prose, ἄνδρας ἐπὶ καμήλους ἀνέβησε he mounted men on camels, Hdt.1.80.

German (Pape)

[Seite 179] (s. βαίνω), I. Trans., nur fut. u. aor. ἀναβήσω u. ἀνέβησα, hinaufgehen lassen, bes. ein Schiff besteigen lassen, einschiffen, Il. 1, 144 in tmesi; Pind. P. 4, 191; auch ἄνδρας ἐπὶ καμήλους ἀνέβησε, Männer auf Kameele steigen lassen, Her. 1, 80; Od. 15, 475 νὼ ἀναβησάμενοι steht ächt Homerisch das medium statt des activ. ἀναβήσαντες. – II. Gew. intrans. mit aor. ἀνέβην, fut. ἀναβήσομαι, 1) hinaufgehen, hinauf steigen, οὐρανόν, ὑπερώια, zum Himmel, zum Söller hinaufsteigen, Il. 1, 497 Od. 18, 302; aber φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει 6, 29 ist so viel als βαίνει ἀνὰ ἀνθρώπους, verbreitet sich unter den Menschen. Daran schließt sich ὀχήματα ἀναβαινειν Plat. Phaed. 113 d, Fahrzeugebesteigen; δίφρον, Eur. Phaeth. frg. 6; ἄνθρωπον Luc. Asin. 51; vgl. Mar. D. 15, 2. Aehnl. ἀναβήσομαι στόλον Pind. P. 2, 62, doch mehr an ἀνάβασιν ἀναβαίνειν, Plat. Rep. VII, 519 b, erinnernd. – Hom. hat auch νεκροῖς ἀναβαίνειν, Il. 10, 493, auf die Todten treten; häufiger εἰς, z. B. ἐλάτην, δίφρον, Il. 14, 287. 16, 657; ἐς ἅρμα, Pind. N. 9, 4; εἰς τὸν οὐρανόν, Plat. Alc. 1, 117 b; ἀν' ὀρσοθύρην Od. 22, 132.Nach Hom. gewöhnlicher ἐπί, z. B. ἐπὶ δένδρον, Her. 4, 22; ἐπὶ τὸ ἅρμα, ἐπὶ τὸν πύργον, ἐπὶ τὰ τέγη, ἡ ἄμπελος ἀναβαίνει ἐπὶ τὰ δένδρα, Xen. Cyr. 6, 4, 4. 7, 1, 39 Hell. 4, 4, 12 Oec. 19, 18; ἐπὶ τὰς ἁρμαμάξας, Cyr. 3, 1. 33. Am häufigsten a) ἐπὶ τὸν ἵππον, auf's Pferd steigen, sehr oft bei Xen., auch allein ἀναβεβηκότες, die auf's Pferd gestiegen sind, zu Pferde, und so sind auch Vrbdgn, wie ἀναβάντες ἐφ' ἵππων ἤλασαν, Cyr. 3, 3, 27 An. 3, 4, 30, zu nehmen, wo ἐφ' ἵππων zu ἤλασαν gehört. Doch wurde auch passiv. ἵππος ἀναβεβαμένος ein Pferd genannt, welchesgeritten wird, Xen. Hipp. 1, 4. – b) ἐπὶ τὴν τριήρη, das Schiff besteigen, Xen. Hell. 3, 3, 4; daher allein ἀναβαίνειν, sich einschiffen, An. 5, 9, 14; u. so Hom. Od. 13, 285 ἐς Σιδονίην ἀναβάντες ᾤχοντο; 14, 252 ἀναβάντες ἀπὸ Κρήτης ἐπλέομεν; vgl. unter 2. – c) von Rednern, die Rednerbühne besteigen u. reden, ἐς τὸ πλῆθος, zum Volke, Plat. Apol. 31 c; ἐπὶ τὸ βῆμα, Rep. X, 617 d; am häufigsten vor Gericht auftreten, ἐς τὸ δικαστήριον, Antiph. 6, 21; Plat. Gorg. 486 b; ἐπὶ τὸ δικ., Andoc. 1, 23; Plat. Apol. 40 b Euthyd. 305 c; auch ohne Zusatz, bes. in der an die Zeugen gerichteten Aufforderung, ἀνάβητε, Lys. 1, 29; Is. 2, 34, u. Dem. oft, wo man an das βῆμα zu denken hat. Auch vom Volke wird gesagt ἀναβαίνει εἰς ἐκκλησίαν, Dem. 25, 20 (die Puyr liegt hoch), u. Polyb. 10, 4, 6, nach Röm. Gebrauche, ἐκ τῆς ἀγορᾶς εἰς τὴν οἰκίανἀναβαίνειν (denn lat. in forum descenditur), wo man es zurückkehren übersetzt. – 2) Bei Landreisen, hinaufgehen, von der Meeresküste aufwärts in's Innere des Landes, bes. nach Hochasien, Xen. oft, z. B. An. 1, 1, 2; so παρὰ τὸν βασιλέα, Plat. Alc. I, 123 b; Xen. Hell. 1, 4, 2, vgl. 6, 4, 4. Hiermit ist zu vgl. der Gebrauch Homers, die Fahrt der Griechen nach Troja durch ἀνάπλους, ἀνάγειν, ἀναβαίνειν zu bezeichnen, s. Lehrs Aristarch. p. 119; so ἀναβαίνειν z. B. Od. 1, 210. – 3) anwachsen, zunehmen, vom Flusse, ἐπ' ἑκκαίδεκα πήχεας, Her. 2, 13, wohin man auch Plat. Rep. IV, 445 c ἐνταῦθα τοῦ λόγου ἀναβ., soweit in der Rede gekommen sein, ziehen kann; δύο ἀναβεβηκὼς ἔτη τῆς ἐμῆς ἡλικίας, Ach. Tat., zwei Jahre älter als ich. – Ebenso von Krankheiten, zunehmen, Galen.; von Gebäuden, emporsteigen, Plut. Pericl. 13. – 4) übergehen, ἡ τυραννὶς ἀνέβη εἰς τὴν θυγατέρα, auf die Tochter, Her. 1, 109. 7, 205. – 5) sich ereignen, wie sonst ἀποβαίνω: τὰ πράγματα αὐτῷ ἀνέβη, Her. 7, 10, 8; κακὸν ἀνέβη, Xen. Ath. 2, 17. – 6) Von Pferden und Eseln, bespringen, τὰς θηλέας ἵππους ἀναβαίνοντες, Her. 1, 192, dah. pass. αἱ ἀναβαινόμεναι, die besprungenen. Vgl. ἀναβῆναι τὴν γυναῖκα βούλομαι, Men. bei Zon. u. Moeris.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβαίνω: παρατ. ἀνέβαινον Ἡρόδ., Λυσ. (πρβλ. βαίνω): μέλλ. -βήσομαι: (περὶ τοῦ ἀορ. α΄ ἴδε κατωτέρω Β): ἀόρ. β΄ ἀνέβην, προστ. ἀνάβηθι, ὑπ. -βῶ, ἀπ. -βῆναι, μετ. -βὰς Ξεν., κτλ.: πρκμ. -βέβηκα: Μέσ., ἀόρ. α΄ -εβησάμην, Ἐπ. γ΄ ἐν. -εβήσετο, ἴδε κατωτέρω Β: - Παθ., ἴδε κατωτέρω ΙΙ. 2. Βαίνω πρὸς τὰ ἐπάνω, ἀναβαίνω μ. αἰτ. τόπου: οὐρανόν, ὑπερώϊα ἀν., ὑπάγω ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανόν, εἰς τὰ ὑπερῷα, Ἰλ. Α. 497, Ὀδ. .Σ 301· φάτις ἀνθρώπους ἀν., ἀναβαίνει, διαδίδεται μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων Ὀδ. Ζ. 29· συχνότερον δὲ μετὰ ἐμπροθέτου αἰτ., ἀν. ἐς δίφρον Ἰλ. Π. 657· σπαν. ἀν’ ὀρσοθύρην ἀναβ. Ὀδ. Χ. 132· καὶ μεθ’ Ὅμ. συχνότερον μετὰ τῆς προθέσεως ἐπί, ὡς, ἀναβ. ἐπὶ οὔρεα Ἡρόδ. 1. 131: - σπανίως μετὰ δοτ., νεκροῖς ἀναβ., πατῶ ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Λατ. mortuis insultare, Ἰλ. Κ. 493: - μ. αἰτ. συστοίχ., ἀναβ. στόλον, ἐξέρχομαι εἰς ἐκστρατείαν, Πινδ. Π. 2. 114· ἴδε ἀνάβασις ΙΙ. ΙΙ. ἰδιαίτεραι χρήσεις τοῦ ῥήματος τούτου: 1) ἀναβαίνω εἰς πλοῖον, ἐπιβαίνω, εἰσέρχομαι εἰς πλοῖον, Λατ. conscendere, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἀπολύτως· ἐς Τροίην ἀναβ., εἰσέρχεσθαι εἰς πλοῖον διὰ τὴν Τροίαν, Ὀδ. Α. 210· ἀπὸ Κρήτης ἀναβ. Ξ. 252· εἰς ἐλάτην ἀναβ. Ἰλ. Ξ. 287· οὕτω παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· πρβλ. ἀνὰ Α, ἀναβιβάζω: 2) ἀναβαίνω ἐπὶ ἵππου (πρβλ. ἀναβάτης), ἀν. ἐφ’ ἵππον Ξεν. Κύρ. 4. 1, 7. πρβλ. 7. 1, 3· ἀπολ., ἀναβεβηκώς, ἱππεύσας, ὁ αὐτ.· οὕτως ἐν τῇ φράσει, ἀναβάντας δ’ ἐφ’ ἵππων ἐλάσαι, τὸ ἀναβάντες πρέπει να ληφθῇ ἀπολύτως, ὁ αὐτὸς Κύρ. 3. 3, 27· ἀν. ἐπὶ τροχόν, ἀναβαίνω τὸν τροχὸν τοῦ βασανιστηρίου, Ἀντιφῶν 134. 11. β) μετ’ αἰτ. ἀν. ἵππον, ἐπιβαίνω ἵππου, Θεοπόμπ. Ἱστ. 2: - Παθ., [[[ἵππος]]] ὁ μήπω ἀναβαινόμενος, ἐφ’ ὃν ἀκόμη δὲν ἔχει ἀναβῇ τις, Ξεν. Ἱππ. 1. 1· ἀναβαθείς, ὅταν τις ἀναβῇ ἐπ’ αὐτόν, αὐτόθι 3. 4· ἐν ἵππῳ ἀναβεβαμένῳ, ἔχοντι τὸν ἱππέα ἐπὶ τῶν νώτων, ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 3. 4, πρβλ. 1. 4. 3) ἐπὶ πορειῶν κατὰ ξηράν, ἀναβαίνω ἐκ τῆς παραλίας εἰς τὴν κεντρικὴν Ἀσίαν, Ἡρόδ. 5. 100, Ξεν.· ἀναβ. παρὰ βασιλέα Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 123Β. 4) ἐπὶ ποταμῶν πλημμυρούντων, Ἡρόδ. 2. 13· ἀν. ἐς τὰς ἀρούρας, καταπλημμυρίζω τοὺς ἀγρούς, 1. 193. 5) ἐπὶ ἀναρριχωμένων φυτῶν, ἄμπελος ἀναβαίνουσα ἐπὶ τὰ δένδρα Ξεν. Οἰκ. 19, 18· ὡσαύτως ἐπὶ τριχῶν κόμης, ὁ αὐτ. Συμπ. 4. 23. 6) παρ’ Ἀττ., ἀν. ἐπὶ τὸ βῆμα ἢ μόνον ἀναβ., ἀνέρχομαι εἰς τὸ βῆμα, ἐγείρομαι ἵνα ὁμιλήσω, Λατ. in concionnem ascendere, Δημ. 247. 5., 580, 21., 1461. 22: - ἐντεῦθεν καὶ ἀν. ἐπὶ ἢ εἰς τὸ πλῆθος, τὸ δικαστήριον, ἔρχομαι ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, παρουσιάζομαι εἰς τὸ δικαστήριον, Πλάτ. Ἀπολ. 31C, 40Β, Γοργ. 486Β, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 963· ἀν. ἐπὶ τὸν ὀκρίβαντα, ἀνέρχομαι ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Πλάτ. Συμπ. 194Β· ἀπολ., ἀνάβαινε Ἀριστοφ. Ἱππ. 149· ἐπὶ μαρτύρων ἐν δικαστηρίῳ, Λυσίας 94. 28. 7) ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ἐπιβαίνω, ὀχεύω, ἵπποι οἱ ἀναβαίνοντες τὰς θηλέας Ἡρόδ. 1. 192, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 317: ἴδε ἀναβαδόν, ἀναβάτης ΙΙ. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων καὶ γεγονότων, καταντῶ, τελευτῶ εἴς τι, ὡς τὸ ἀποβαίνω, ἐκβαίνω, Λατ. evenio, Βαλκ. Ἡρόδ. 7. 10, 8· καὶ ἄν τι κακὸν ἀναβαίνῃ ἀφ’ ὧν... πηγάζῃ· ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδ. ἔχουσιν ἀποβαίνῃ, ὅπερ φαίνεται ὀρθότερον· Ξεν. Ἀθ. Πολ. 2. 17. 2) ἔρχομαι εἴς τινα ἢ εἴς τι, καταντῶ, ὡς τὸ περιέρχομαι, οὕτω δὴ ἐς Λεωνίδην ἀνέβαινε ἡ βασιληΐη, οὕτω τῷ ὄντι περιήρχετο ἡ βασιλεία εἰς τὸν Λεωνίδαν, Ἡρόδ. 7. 205, πρβλ. 1. 109. IV. ὑπάγω πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ἐμπρός· ἑπομένως προχωρῶ, προβαίνω, ἰδίως ἵνα κάμω λόγον περί τινος· πρός τι Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 4, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 445C. B. ὁ ἀόρ. ἀνέβησα κεῖται παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἀόρ. τοῦ ἀναβιβάζω μετὰ σημασ. μεταβατικῆς, κάμνω τινὰ νὰ ἀναβῇ, ἰδίως δὲ σημαίνει, ἐπιβιβάζω εἰς πλοῖον, Ἰλ. Α. 144, 308. Πινδ. Π. 4, 340· ὡσαύτως κατὰ μέσ. ἀόρ. ἀναβησάμενοι Ὀδ. Ο. 475· σπάν. ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἄνδρας ἐπὶ καμήλους ἀνέβησε, ἀνεβίβασεν ἄνδρας ἐπάνω εἰς καμήλους, Ἡρόδ. 1. 80.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναβήσομαι, ao.2 ἀνέβην, pf. ἀναβέβηκα;
A. intr.
I. en parl. de pers. monter : οὐρανόν IL vers le ciel ; ὑπερώϊα OD aux appartements d’en haut ; ἅρμα XÉN, ἐς δίφρον IL sur un char ; ἐς θαλάμους OD dans la chambre ; abs. monter au lit ; rar. avec le dat. ἀ. νεκροῖς IL fouler les morts sous ses pieds ; particul.
1 monter à cheval;
2 monter sur un navire, monter à bord, s’embarquer;
3 partir pour une expédition à l’intérieur, particul. à l’intérieur de l’Asie ; en gén. remonter dans l’intérieur d’un pays;
4 (avec ou sans ἐπὶ τὸ βῆμα) monter à la tribune;
II. en parl. de choses :
1 monter, s’élever;
2 en parl. d’événements se produire, arriver ; avec idée de succession parvenir à;
B. tr. (à l’ao. ἀνέβησα) faire monter : ἄνδρας ἐπὶ καμήλους HDT des hommes sur des chameaux;
Moy. ἀναβαίνομαι (ao. 3ᵉ sg. ἀνεβήσατο) m. sign. tr.
Étymologie: ἀνά, βαίνω.

English (Autenrieth)

aor. ἀνέβην, mid. aor. ἀνεβήσετο, aor. 1 part. ἀναβησάμενοι: go up, ascend (to), οὐρανόν, ὑπερώιον, etc.; φάτις ἀνθρώπους ἀνα βαίνει, ‘goes abroad among’ men, Od. 6.29; esp. go on board ship, embark, Il. 1.312 and often, ἐς Τροίην ἀναβημέναι, ‘embark for Troy,’ Od. 1.210; trans., aor. 1 mid., νὼ ἀναβησάμενοι, ‘taking us on board their ship,’ Od. 15.475.