πομποστολέω

From LSJ
Revision as of 21:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομποστολέω Medium diacritics: πομποστολέω Low diacritics: πομποστολέω Capitals: ΠΟΜΠΟΣΤΟΛΕΩ
Transliteration A: pompostoléō Transliteration B: pompostoleō Transliteration C: pompostoleo Beta Code: pompostole/w

English (LSJ)

(στέλλω)

   A conduct a procession, IG2.1325,1358.    2 c. acc., lead or carry in procession, πομποστολεῖται τὰ ἱερά Str.14.2.23; π. τὸ σκάφος Luc.Am.11.    b metaph., make a pompous display of, τὰ μηδεμιᾶς ἄξια σπουδῆς Ph.2.70.

German (Pape)

[Seite 679] einen Aufzug, eine Procession führen; Strab. XIV; Luc. amor. 11 vrbdt πομποστολεῖν τὸ σκάφος.

Greek (Liddell-Scott)

πομποστολέω: (στέλλω) περιάγω ἐν πομπῇ, πομποστολεῖται τὰ ἱερὰ Στράβ. 659· π. τὸ σκάφος, ὁδηγῶ τὸ σκάφος, Λουκ. Ἔρωτ. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 273.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 porter en procession;
2 envoyer en expédition (un navire, une flotte).
Étymologie: πομπός, στολή.

Greek Monotonic

πομποστολέω: μέλ. -ήσω, προπορεύομαι σε ιερή πομπή, σε Στράβ.