ἐρώτησις
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
εως, ἡ,
A questioning, interrogation, Hp.Steril.213, Pl.Prt.312d, al., X. Cyr.8.4.13, al. ; ἐ. ποιήσασθαι Isoc.8.58 ; τινος about a thing, Pl.Tht. 147c ; ἐρωτήσεως [ἐπιρρήματα] interrogative adverbs, D.T.642.12. II ἐ. ἀντιφάσεως ('Is A B or is it not B ?') Arist.APr.24a25, b10 ; v. ἐρώτημα11. III proposition, matter submitted, δηλοῖ τὴν ἐ. φόβον ἔχειν Cat.Cod.Astr.1.103.
German (Pape)
[Seite 1041] ἡ, das Fragen, die Frage, oft neben ἀπόκρισις, Plat., τινός, wonach, Theaet. 147 c; ποιεῖσθαι Isocr. 8, 58; ψεύδους γε οὐδεμία ἐρώτησις δεῖται Xen. Cyr. 8, 4, 13; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρώτησις: -εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Πρωτ. 312D, κ. ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 8. 4, 13, κ. ἀλλ.· ταύτην ποιήσασθαι τὴν ἐρώτησιν Ἰσοκρ. 171Α· περί τινος, ἐν τῇ τοῦ πηλοῦ ἐρωτήσει Πλάτ. Θεαίτ. 147C. ΙΙ. ἐν τῇ διαλεκτικῇ, πρόκλησις συμπερασμάτων δι’ ἐρωτήσεων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 1, 3, κ. ἀλλ. πρβλ. ἐρωτάω ΙΙ. 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’interroger, question, interrogation.
Étymologie: ἐρωτάω.