ὀλιγόγονος
English (LSJ)
ον, (γονή)
A producing few offspring, ζῷα ὀ., opp. πολύγονα, Hdt.3.108, Arist.HA558b28 ; unprolific, Vett.Val.5.25 ; of plants, Thphr.HP8.4.4 : Comp. -ώτερος Arist.HA570b32.
German (Pape)
[Seite 320] wenig hervorbringend, unfruchtbar; Her. 3, 108; Arist.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόγονος: -ον, (γενέσθαι) ὀλίγα ἑκάστοτε γεννῶν, ζῷα ὀλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πολύγονα, Ἡρόδ. 3. 108, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5· συγκρ. -ώτερος αὐτόθι 6. 17, 9· - ὀλῐγογονία, ἡ, τὸ τίκτειν ὀλίγα ἑκάστοτε, ἀντίθετον τῷ πολυγονία, Πλάτ. Πρωτ. 321Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit peu, peu fécond.
Étymologie: ὀλίγος, γίγνομαι.
Greek Monolingual
ὀλιγόγονος, -ον (Α)
1. (για ζώα) αυτός που γεννά κάθε φορά λίγα μόνο νεογνά
2. (για ζώα και φυτά) στείρος, άγονος, άκαρπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο) + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πολύ-γονος].