μορμώ

From LSJ
Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

German (Pape)

[Seite 207] οῦς, ἡ, auch μορμών, όνος u. μορμῶνος, Xen. Hell. 4, 4, 17, ein weiblicher Dämon, besonders als Schreckbild für kleine Kinder gebraucht, die man damit zum Schweigen brachte, überh. Schreckbild; ἀντιβολῶ σ' ἀπένεγκέ μου τὴν Μορμόνα, Ar. Ach. 557, lege das Schreckbild, den Spuk bei Seite, οὐδὲν δεόμεθ' ὦ 'νθρωπε τῆς σῆς μορμόνος, Paz 466, beide Male den Lamachus verspottend; zu letzterer Stelle bemerkt der Schol. οὕτως ἔλεγον τὸ ἐκφόβητρον καὶ τὰ προσωπεῖα, τὰ αἰσχρὰ μορμολύκεια, wonach also eine Larve, nach dem Schol. sowohl eine tragische als eine komische, so dieß. Aber Equ. 690 ist μορμὼ τοῦ θράσους ein Ausruf, wie der Schol. bemerkt, = φεῦ, hu, über den Muth; vgl. Theocr. 15, 40. – Das Stammwort μόρμος führt Hesych. an; es hängt mit μύρω, μορμύρω zusammen.

French (Bailly abrégé)

όος-οῦς (ἡ) :
figure grimaçante de femme, épouvantail pour les enfants.
Étymologie: DELG on rapproche formido, comme formica‖μύρμηξ.

Greek Monolingual

και μορμώνα, ἡ (Α μορμώ και μορμών και, κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα, μομβρώ και, κατά τον Ησύχ., μομμώ)
1. μορμολύκειο, φόβητρο, σκιάχτρο
2. ως κύρ. όν. η Μορμώ
τέρας της αρχαίας μυθολογίας με το οποίο φόβιζαν τα μικρά παιδιά λέγοντας ότι δάγκωνε τα άτακτα παιδιά και τά έκανε κουτσά
αρχ.
επιφώνημα για τον εκφοβισμό μικρών παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μορμ-ώ προήλθε με εκφραστικό διπλασιασμό (πρβλ. Γοργώ) και ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα mormo- «φρίκη, φρικτός, κυρίως όσον αφορά τη θέα φαντασμάτων», ενώ συνδέεται πιθ. με λατ. formidō «φόβος» (που προήλθε με ανομοίωση). Πρόκειται για λ. που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να φοβίσουν τα παιδιά, ήταν δηλ. ένα είδος θηλυκού μπαμπούλα, πρβλ. Ακκώ, Αλφιτώ. Οι τ. Μομμώ και Μομβρώ είναι παράλληλοι παρεφθαρμένοι τ. Η λ. μαρτυρείται στο ανθρωπωνύμιο Μόρμυθος (πρβλ. Γόργυθος: Γοργώ), ενώ το ανθρωπωνύμιο Μυρμίδας και η ονομ. του λαού Μυρμιδόνες συνδέονται πιθ. με τη λ., ενώ, κατ' άλλους, με τη λ. μύρμηξ].