συνανίστημι

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανίστημι Medium diacritics: συνανίστημι Low diacritics: συνανίστημι Capitals: ΣΥΝΑΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: synanístēmi Transliteration B: synanistēmi Transliteration C: synanistimi Beta Code: sunani/sthmi

English (LSJ)

   A make to stand up or rise together, μεθ' ἑαυτοῦ τινα X.Smp.9.5; assist in restoring, τὰ μακρὰ τείχη Id.HG4.8.9.    II Pass. with aor. 2 Act., rise at the same time, Id.An. 7.3.35; τινι with one, Id.Cyr.5.1.5.

German (Pape)

[Seite 1001] (s. ἵστημι), mit oder zugleich aufstellen, aufstehen lassen; ἀνιστάμενος συνανέστησε μετ' ἑαυτοῦ Ἀριάδνην, Xen. conv. 9, 5; συναναστήσει τὰ τείχη τοῖς Ἀθηναίοις, d. i. er wird ihnen aufbauen helfen, Hell. 4, 8, 9; auch = zugleich aus den Wohnsitzen vertreiben, wegführen. – Med. u. intr. tempp. mit, zugleich aufstehen u. weggehen, Xen. An. 7, 3, 35, Luc. philops. 18.

Greek (Liddell-Scott)

συνανίστημι: ἀνίστημι, ἐγείρω ὁμοῦ, ὁ Διονύσιος ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ’ ἑαυτοῦ τὴν Ἀριάδνην Ξεν. Συμπ. 9, 5· βοηθῶ εἰς ἀνέγερσιν, συνανεγείρω, λέγοντες ὅτι συναναστήσοι τὰ μακρὰ τείχη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 8. 9. ΙΙ. παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, συνεγείρομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 3, 34· τινι μετά τινος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 5. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 faire lever en même temps, acc.;
2 aider à relever (des murailles);
II. intr. (à l’ao.2, aux pf. et pqp., et au Moy.) se lever, se relever ou se soulever avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀνίστημι.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. σηκώνω συγχρόνως («ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ' ἑαυτοῡ τὴν Ἀριάδνην», Ξεν.)
2. βοηθώ στην ανέγερση («λέγοντες ὅτι συναναστήσοι τὰ μακρὰ τείχη», Ξεν.)
αρχ.
μέσ. συνανίσταμαι
αναχωρώ μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνίστημι «εγείρω, σηκώνω»].