κρούω

From LSJ
Revision as of 10:30, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρούω Medium diacritics: κρούω Low diacritics: κρούω Capitals: ΚΡΟΥΩ
Transliteration A: kroúō Transliteration B: krouō Transliteration C: kroyo Beta Code: krou/w

English (LSJ)

fut. -σω E.El.180: aor.

   A ἔκρουσα X.An.4.5.18, Hyp.Fr. 201: pf. κέκρουκα Diogenian.3.38, (ἐκ-) Pl.Phdr.228e, (προς-) D.21.206:—Med., aor. ἐκρουσάμην Th.7.40:—Pass., aor. ἐκρούσθην Eratosth. Cat.32: pf. κέκρουμαι (ἀπο-) X.HG7.4.26, or -ουσμαι (ἀπο-) Ar.Ach.459:—strike, smite, ῥυτῆρι κ. γλουτόν S.Fr.501; κρούσας δὲ πλευρὰ [τῶν ἵππων] E.Fr.779.6; τὸν λυχνοῦχον Lys.Fr.83; τοῖς ποσὶ τὴν γῆν Arr.An.7.1.5; also εἰς τὴν χεῖρα τοῖς δακτύλοις κ. with the fingers, D.C.40.16: metaph., κνῖσα κ. ῥινὸς ὑπεροχάς tickles, Ephipp. 3.3.    2 strike one against another, strike together, κ. χεῖρας clap the hands, E.Supp.720; τὰ ὅπλα κρουόμενα πρὸς ἄλληλα Th.3.22; τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα X.An. l.c.: metaph., ἀλλήλων τοὺς λόγους τοῖς λόγοις ἐκρούομεν ἄν would have knocked their heads together, Pl.Tht.154e.    3 κ. πόδα (i.e. κ. τὴν γῆν τῷ ποδί), in dancing, E.El. l.c. (lyr.); ἴχνος ἐν γᾷ κ. Id.IA1043 (lyr.).    4 metaph. from tapping an earthen vessel, to try whether it rings sound (cf. κροῦσις 2): examine, try, prove, κρούετε ἀπολαμβάνοντες τὸ καλόν Pl.Hp.Ma.301b; κἂν διαπειρώμενος κρούσῃς [τὸν κόλακα] Plu.2.64d.    5 strike a stringed instrument with a plectron, Simon.183, Pl.Ly.209b: generally, play any instrument (v. κροῦμα, κρουματικός), αὐλεῖ . . κρούων ἰαστί Com.Adesp.415: c. dat., κ. κρεμβάλοις, = κρεμβαλίζειν, Ath.14.636d.    6 κ. τὴν θύραν knock at the door on the outside, Ar.Ec.317, 990 (with play on signf. 8), X.Smp.1.11, Pl.Prt.310b, 314d, etc.; κόπτειν is better Att.acc.to Phryn.154; later κ. ἐπὶ τὴν θύραν LXX Jd.19.22.    7 κ. σταθμὸν ἑτερόζυγον, = κρουσιμετρέω, Ps.-Phoc.15; ὡς μήτε κρούσῃς μήθ' ὑπὲρ χεῖλος βάλῃς S.Fr.796; κρούων γε μὴν αὐτὰς ἐωνούμην Eup.184.    8 sens. obsc., AB101, cf.Ar.Ec.990; κ. πέπλον E.Cyc. 328.    9 Med., κρούεσθαι πρύμναν back water, Th.1.51, 54, 3.78; αἱ πρύμναν κρουόμεναι νῆες Arr.An.5.17.7 (also in Act., Plb.16.3.8); κ. ἐπὶ π. τὴν ναῦν App.BC5.119: hence κρούεσθαι τὸ πτερόν fly backwards, Ael.NA3.13:—also in Act., Plot.2.9.18.    10 κρούειν ἀκράτῳ, v. πατάσσω 11.2. (Cf. Lith. krùšti 'bruise', 'pound', Lett. krausēt 'thresh'.)

German (Pape)

[Seite 1514] (verwandt mit κρότος), 1) schlagen, anschlagen, klopfen, stoßen; nach B. A. 101 eigtl. von leiser Berührung, aber im gew. Gebrauche für κόπτειν; bes. τὰς θύρας, was die Atticisten tadeln, obgleich es sich auch bei Attikern findet; Ar. Eccl. 317; Plat. Prot. 310 a u. öfter; Xen. Conv. 1, 11; Posidipp. bei Poll. 10, 22; auch A., wie Hatth. 7, 7, vgl. Lob. zu Phryn. 177; auch im obscönen Sinne sagt eine Frau ὅταν γε κρούσῃς τὴν ἐμὴν θύραν Ar. Eccl. 990; so auch bei Sp.; nach B. A. a. a. O. κατὰ τοῦ κακεμφάτου ἐν τῇ συνηθείᾳ τὸ κροῦσαι κεῖται ἀντὶ τοῦ συγγενέσθαι. – Bes. ein Saiteninstrument mit dem Plektron schlagen, κρούειν τῷ πλήκτρῳ, Plat. Lys. 209 b; πλῆκτρον ἔχει φόρμιγγος, ἔχει καὶ πλῆκτρον ἔρωτος, κρούει δ' ἀμφοτέροις καὶ φρένα καὶ κιθάρην, von einer Citherspielerinn gesagt, Paul. Sil. 55 (Plan. 278); so auch A.; auch κρεμβάλοις κρούειν, = κρεμβαλίζω, Ath. XIV, 636 d; u. αὐλὸν κρούειν, s. Jacobs A. P. p. 664. – Vom Tanze, κρούειν τοῖς ποσὶ τὴν γῆν Arr. An. 7, 1, 7; ähnl. Πιερίδες ἐν δαιτὶ θεῶν χρυσεοσάνδαλον ἴχνος ἐν γᾷ κρούουσαι Eur. I. A. 1043; χορευέτω κρούουσα πόδα Herc. Fur. 1304; – auch χεῖρας, die Hände zusammenschlagen, klatschen, Suppl. 742; – ähnl. ὅπως τὰ ὅπλα μὴ κρουόμενα πρὸς ἄλληλα αἴσθησιν παρέχοι, die aneinanderschlagenden Waffen, Thuc. 3, 22; τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα ἔκρουσαν Xen. An. 4, 5, 18, vgl. 6, 1, 10; – übh. stoßen, drängen, λόγους λόγοις Plat. Theaet. 154 e; πέπλον Eur. Cycl. 328, mit schmutziger Nebenbdtg; – κέραμον κρούειν, an ein irdenes Gefäß klopfen , um zu untersuchen, ob es einen Sprung hat, dah. übh. untersuchen, τὸ καλόν Plat. Hipp. mai. 301 b, u. Plut. – Uebh. treffen, κνῖσα κρούει ῥινὸς ἄκρας Ephipp. bei Ath. IX, 370 c. – 2) wie κρουσιμετρέω, betrügen, vom Messen des Getreides hergenommen oder vom Wägen, Harpocr.; Phocylid. 5, 13 sagt κρούειν σταθμὸν ἑτερόζυγον. – Med., πρύμναν κρούεσθαι, sich langsam mit dem Schiffe zurückziehen, ohne es umzuwenden, vgl. Schol. Ar. Vesp. 397; Thuc. 1, 50. 3, 78 u. Sp., die auch das activum so brauchen, wie Pol. 16, 3, 8; κρούεσθαι ἐπὶ πρύμναν, App. B. C. 5, 119; κρούεσθαι τὸ πτερόν, zurückfliegen, Ael. N. A. 3, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κρούω: μέλλ. -σω: πρκμ. κέκρουκα. ― Μέσ., ἀόρ. ἐκρουσάμην, Θουκ. ― Παθ., ἀόρ. ἐκρούσθην (Ἐρατοσθ. Καταστ. 32)· πρκμ. κέκρουμαι ἢ -ουσμαι, πρβλ. ἀπο-, ἐκ-, παρα-κρούω. (Ἐντεῦθεν κροῦμα, κοῦσις· πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. hruor-jam, Ἀρχ. Σαξον. hrôr-ian (rühren).) Πλήττω, κτυπῶ, ῥυτῆρι κρ. γλουτὸν Σοφ. Ἀποσπ. 938· κρούσας δὲ πλευρά τῶν ἵππων Εὐρ. Ἀποσπ. 779. 6. τοῖς ποσὶ τὴν γῆν Ἀρρ. Ἀν.. 7. 1· ἀλλ’ ὡσαύτως, εἰς τὴν χεῖρα τοῖς δακτύλοις κρ., ἐν τῇ ὀρχήσει, Δίων Κ. 40. 16· ― μεταφ., κνῖσα κρ. ῥινὸς ὑπεροχάς, γαργαλίζει, Ἔφιππ. ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 3. 2) συγκρούω, κρ. χεῖρας (πρβλ. κροτέω ΙΙ. 2), Εὐρ. Ἱκέτ. 720· κρ. τὰ ὅπλα πρὸς ἄλληλα Θουκ. 3. 22· τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα Ξεν. Ἀν. 4. 5, 18· ― μεταφ., ἀλλήλων τοὺς λόγους τοῖς λόγοις ἐκρούομεν, συνεκρούομεν, Πλάτ. Θεαίτ. 154E. 3) κρούει τὸν πόδα (ὅ ἐστι κρ. τὴν γῆν τῷ ποδί), ἐν τῇ ὀρχήσει, Εὐρ. Ἠλ. 180· οὕτως, ἴχνος ἐν γᾷ κρ. ὁ αὐτ. Ι. Α. 1043. 4) κέραμον κρούω, κτυπῶ πήλινον ἀγγεῖον χάριν δοκιμῆς μήπως εἶναι βεβλαμμένον, Σουΐδ.· ἐντεῦθεν, ἐξετάζω, δοκιμάζω, κρούετε ἀναλαμβάνοντες τὸ καλὸν Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301Β, πρβλ. Λυσίου Ἀποσπ. 51· κἂν διαπειρώμενος κρούσῃς τὸν κόλακα Πλούτ. 2. 64D. πρβλ. κροῦσις 2. 5) κτυπῶ τὰς χορδὰς ἐγχόρδου ὀργάνου διὰ πλήκτρου, Πλάτ. Λῦσ. 209Β, Σιμων. (;) 179· ἴδε κροῦμα 2. κροῦσις 4· ― ἀκολούθως, καθόλου, παίζω οἱονδήποτε ὄργανον, π. χ. αὐλὸν κρούειν Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. 664· ὡσαύτως μετὰ δοτ., κρ. κρεμβάλοις = κρεμβαλίζειν, Ἀθήν. 636D. 6) κρούειν τὴν θύραν, δηλ. ἔξωθεν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 317, 990, Ξεν. Συμπ. 1, 11, Πλάτ. Πρωτ. 310B, 314D· ἀλλὰ τὸ κόπτειν τὴν θύραν ἐθεωρεῖτο ἀττικώτερον, Φρύν. 177, ἔνθα ἴδε τὸν Λοβ.· ἴδε ὡσαύτως πατάσσω. 7) κρ. σταθμὸν = κρουσιμετρέω, Ψευδο-Φωκ. 13· ὡς μήτε κρούσῃς μήθ’ ὑπὲρ χεῖλος βάλῃς Σοφ. Ἀποσπ. 927· κρούων γε μὴν αὐτὰς ἐωνούμην Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 15. 8) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, «ἐν τῇ συνηθείᾳ τὸ κροῦσαι κεῖται ἀντὶ τοῦ συγγενέσθαι» Α. Β. 101, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 990· οὕτω, κρούω πέπλον, πέρδομαι, «τινάζω πορδές», Εὐρ. Κύκλ. 328. 9) ὡς ναυτικὸς ὅρος ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κρούεσθαι πρύμναν, ὡς τὸ ἀνακρούεσθαι (ἴδε ἀνακρούω Ι), ἐπὶ ναυτῶν, Θουκ. 1. 51, 54., 3. 78· ὡσαύτως, αἱ πρύμναν κρουόμεναι νῆες Ἀρρ. Ἀν. 5. 17· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Πολύβ. 16. 3, 8· κρούειν ἐπὶ πρύμναν Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 119· ― ἐντεῦθεν, κρούεσθαι τὸ πτερόν, πέτεσθαι πρὸς τὰ ὀπίσω, Αἰλ. π. Ζ. 3. 13. 10) κρούειν ἀκράτῳ, ἴδε πατάσσω ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

f. κρούσω, ao. ἔκρουσα, pf. κέκρουκα;
Pass. ao. ἐκρούσθην, pf. κέκρουμαι;
1 heurter, choquer : τὴν θύραν AR frapper à la porte;
2 frapper l’un contre l’autre : ὅπλα πρὸς ἄλληλα THC choquer les armes les unes contre les autres ; τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα XÉN les boucliers contre les lances;
3 heurter ou pousser pour mettre en mouvement;
4 heurter (un vase, etc.) avec le doigt pour l’éprouver et le faire résonner ; fig. κρούειν τὸν κόλακα PLUT éprouver le flatteur;
Moy. κρούομαι (ao. ἐκρουσάμην) t. de mar., c. à l’Act. : κρούειν πρύμναν, ramener un vaisseau en arrière la poupe en avant ; p. anal. κρούειν τὸ πτερόν ÉL voler en arrière.
Étymologie: DELG de *κρούσ-jω, russe krocha « morceau, débris », lit. krusti « briser ».

Spanish

golpear