Σαμοθρᾴκη
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
Ion. Σαμοθρηΐκη, ἡ, Samothrace, Hdt.6.47; the seat of the mysteries of the Cabeiri, Id.2.51; called Σάμος Θρηϊκίη in Hom., Il.13.12, h.Ap.34; and simply Σάμος, Il.24.78,753. Adj. Σᾰμόθρᾳξ (not Σαμοθρᾴξ), Hdn.Gr.1.42, Choerob.in Theod.1.187 H., etc.; Ion. pl.
A Σαμοθρήϊκες Hdt.2.51, 8.90; also Σᾰμοθρᾴκιος, Ion. Σαμοθρηΐκιος, η, ον, Id.7.59,108.
Greek (Liddell-Scott)
Σᾰμοθρᾴκη: Ἰωνικ. -θρηΐκη, ἡ, νῆσος πλησίον τῆς Θρᾴκης ἀξία λόγου ἐπὶ τῷ πρωΐμῳ πολιτισμῷ τῶν κατοίκων αὐτῆς, Ἡρόδ. 6. 47· ὑπῆρξε δὲ ἡ ἕδρα τῶν μυστηρίων τῶν Καβείρων, ὁ αὐτ. 2. 51· καλεῖται Σάμος Θρηϊκίη παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Ν. 12, Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 34· καὶ ἁπλῶς Σάμος, Ἰλ. Ω. 78, 753. - Παλαιότερον ἔτι ὄνομα αὐτῆς ἦν Λευκωσία, Ἀριστ. Ἀποσπ. 538· καὶ Δαρδανία. Παυσ. 7. 4, 3. Ὁ κάτοικος τῆς νήσου ἐκαλεῖτο Σᾰμόθρᾳξ (οὐχὶ Σαμοθρᾴξ), Χοιροβοσκ. 176. 4, Ἐτυμολ. Μέγ.· Ἰων. πληθ. Σαμοθρήϊκες, Ἡρόδ. 2. 51., 8. 90· ἐπίθετ. Σᾰμοθρᾴκιος, Ἰωνικ. -θρηΐκιος, η, ον, Ἡρόδ. 7. 59, 108· πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ ἴδε Κάβειροι.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Samothrace, île à l’embouchure de l’Hèbre.
Étymologie: Σαμοθρᾴξ.
English (Strong)
from Σάμος and Thraike (Thrace); Samo-thrace (Samos of Thrace), an island in the Mediterranean: Samothracia.