γαυρόομαι
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
être fier.
Étymologie: γαῦρος.
Greek Monotonic
γαυρόομαι: Παθ., όπως το γαυριάω, επαίρομαι, υψηλοφρονώ, σε Βατραχομ.· υπερηφανεύομαι για κάτι, με δοτ., σε Ευρ.