γαυρόομαι

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être fier.
Étymologie: γαῦρος.

Greek Monotonic

γαυρόομαι: Παθ., όπως το γαυριάω, επαίρομαι, υψηλοφρονώ, σε Βατραχομ.· υπερηφανεύομαι για κάτι, με δοτ., σε Ευρ.