διαλυτικός
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
ή, όν,
A able to sever, τινός (sc. τέχνη) Pl.Plt.281a; destructive, Id.Ti.60b; opp. γεννητικός, Phld.D.3.9. Adv. -κῶς Arist.Top.153b32. II Medic., relaxing, νότοι Hp.Aph.3.5. III embodying a settlement or compromise, ὁμολογία PMasp.154.1 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 588] ή, όν, zum Auflösen geneigt, auflösend, τινός, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b.
Greek (Liddell-Scott)
διαλῠτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς διάλυσιν, τινος Πλάτ. Πολιτ. 281Α, Τιμ. 60Β· χαλαρωτικός, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247.-Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Τοπ. 7. 3, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à dissoudre, gén..
Étymologie: διαλύω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1disolvente, que descompone τὸ ... τῆς σαρκὸς διαλυτικόν (ὕδωρ) el líquido que descompone la carne Pl.Ti.60b, νότοι διαλυτικοί vientos del sur que descomponen los cuerpos, e.e., que los relajan Hp.Aph.3.5
•medic. resolutivo δύναμις ... πνευμάτων δ. Dsc.1.17.2, δύναμις ... δ. σκληρωμάτων Dsc.4.94, cf. Asclep. en Gal.13.346, Aët.15.15 (p.88), γαγγλίων Orib.Inc.96 tít., διαλυτικὴν ὑγρότητα μεμίχθαι τοῖς ἀποπατήμασιν Gal.16.763, τὸ τῆς διαλυτικῆς ... γραφῖον la receta del (emplasto) disolvente, PMerton 12.22 (I d.C.), cf. Aët.15.17 (p.106)
•fig. τὸ φθαρτικὸν διαλυτικὸν οὐσίας Arist.Top.153b33, τὰ διαλυτικά las cosas que son causa de destrucción op. τὰ γεννητικά Phld.D.3.9.38, cf. S.E.M.9.10, Alex.Aphr.in Top.333.23, (φῶς) οὐσία δ. σκότους Basil.M.30.408D, ἡ ἔρις διαλυτικόν la discordia es causa de desunión Chrys.M.59.444, cf. 61.291, θερμότης δ. τῆς ἁρμονίας τοῦ ζῴου Phlp.in de An.101.6
•subst. (ἡ) δ. descomposición, disociación, acción de deshacer τὸ δέ γε τῶν συνεστώτων καὶ συμπεπιλημένων δ. por el contrario es una disociación de cosas juntas y apelmazadas Pl.Plt.281a.
2 como método fil. que descompone en partes ἡ ἀναλυτικὴ ... δ. el método analítico Ammon.in Porph.37.1.
II en rel. con la mediación
1 conciliador de pers. Phld.Mus.4.18.32.
2 jur. de conciliación en procesos de divorcio, testamentos, etc. ἔγγραφος δ. ὁμολογία PMasp.154re.12, cf. 167.32, PHerm.Rees 31.4, PMich.Gagos 83 (todos VI d.C.), ἀμεριμνία SB 8988.4 (VII d.C.).
III adv. -ῶς destructivamente como sinón. de φθαρτικῶς Arist.Top.153b32.