εἰσπλέω
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
English (LSJ)
fut. -πλεύσμαι,
A sail into, enter, ἐς τὰ στενά Th.2.86, cf. 89, etc.: poet. c. acc., E.IT1389: c. acc. et dat., ὑμέναιον δόμοις εἰσέπλευσας S.OT423. 2 abs., sail in, ἐπ' ἀριστερὰ ἐσπλέοντι as one sails in, Hdt.6.33; στόμα ναυσὶ ταῖς μεγίσταις ἱκανὸν εἰσπλεῖν Pl.Criti.115d; εἰσπλέοντας ἐκπλέοντάς τε Pl.Com.183; Μεγαρεῦσι μηδὲν ἐσπλεῖν Th.3.51, cf. X.HG2.4.29; of corn, to be imported, D. 20.31.
German (Pape)
[Seite 745] (s. πλέω), hineinsegeln, hineinfahren; Her. 6, 33; εἴς τι, Thuc. 2, 89, u. öfter auch Folgde; auffallend Ἰόνιον κόλπον εἰσπλέοντι Thuc. 1, 24, wo aber D. Hal. εἰς κόλπον las; vgl. Soph. O. R. 423 u. Eur. I. T. 1389. Auch ὅπως μηδὲν εἰσπλέοι τῶν ἐπιτηδείων, Xen. Hell. 2, 4, 29, zu Wasser ankommen, wie ὁ σῖτος εἰσπλέων Dem. 20, 31, neben ἐπείσακτος u. ἀφικνούμενος. Vgl. Antiphan. Ath. VIII, 342 e (v. 13) u. Thuc. 3, 51.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, εἰσέρχομαι πλέων, εἰς τόπον Θουκ. 2. 86, 89, κτλ.˙ ποιητ. μετ’ αἰτιατ., Σοφ. Ο. Τ. 423 (ἴδε ἐν λ. ἄνορμος), Εὐρ. Ι. Τ. 1389˙ οὕτω καὶ Θουκ. 1. 24. 2) ἀπολ., πλέω μέσα εἰς, ἐπ’ ἀριστερὰ εἰσπλέοντι, εἰς τὰ ἀριστερὰ τοῦ εἰσπλέοντος, Ἡρόδ. 6. 33˙ ναυσὶ ταῖς μεγίσταις ἱκανὸν εἰσπλεῖν, Πλάτ. Κριτί. 115DϏ τοὺς τ’ ἐκπλέοντας εἰσπλέοντάς τ’ ὄψεται Πλάτων Κωμικὸς ἐν Πλουτ. Θεμιστ. 32˙ οὐδὲν εἰσπλεῖ τισι, οὐδὲν εἰσέρχεται εἰς τὸν λιμένα αὐτῶν, Θουκ. 3. 51, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 29˙ ἐπὶ σίτου, εἰσάγομαι, Δημ. 466. 24.
French (Bailly abrégé)
f. εἰσπλεύσομαι, ao. εἰσέπλευσα;
1 entrer en naviguant dans;
2 abs. entrer dans le port, être importé.
Étymologie: εἰς, πλέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.6.33, Th.2.86, Milet 1(3).135.9 (IV a.C.)
1 ref. naves entrar navegando en estrechos, mares interiores, golfos, puertos, etc. τὰ ἐπ' ἀριστερὰ ἐσπλέοντι τοῦ Ἑλλησπόντου ... πάντα (sc. τείχεα) todas (las plazas fuertes) situadas en la orilla izquierda del Helesponto según se entra Hdt.l.c., cf. Str.7.7.6, en un río οἱ εἰσπλέοντες D.Chr.36.2, Ἐπίδαμνός ἐστι πόλις ἐν δεξιᾷ ἐσπλέοντι τὸν Ἰόνιον κόλπον Epidamno es una ciudad que se encuentra a mano derecha según se entra en el golfo jónico Th.1.24, cf. Philostr.VA 5.1, εἰσπλέουσι ... τὸν κατὰ Στήλας πορθμὸν ἐν δεξιᾷ μέν ἐστιν ἡ Λιβύη Str.2.5.26, c. εἰς y ac. ἐς τὰ στενά Th.2.86, εἰς τὴν λίμνην Arist.Mete.350a31, εἰς κόλπους τινὰς καὶ λιμένας Thphr.HP 5.8.2, cf. Th.2.89, D.S.3.44.1, εἰς Βορυσσθένη IKalchedon 16.1 (IV a.C.), cf. IG 22.1629.229 (IV a.C.), εἰς τὸν πόρον IIasos 34.4 (heleníst.), εἰς τὴν καθ' ἡμᾶς θάλατταν de los argonautas volviendo por Gibraltar hacia el Mediterráneo, Timae.85, ἐπὶ δεξιὰ εἰς τὸν Πόντον εἰσπλέοντι X.An.6.4.1, cf. Peripl.M.Eux.87, IPE 12.79.14 (Olbia I d.C.), Plu.Luc.13, εἰς τὸν διάπλουν Str.9.2.9
•de peces migratorios, esp. atunes entrar, arribar ἐξέρχονται μὲν τοῦ φθινοπώρου ... εἰσπλέουσι δὲ τοῦ ἔαρος Arist.HA 571a19, cf. 621b15, εἰσπλέοντες μὲν γὰρ οὐχ ἁλίσκονται εἰς τὸν Ἀδρίαν Arist.HA 598b17
•entrar en el puerto, arribar a puerto διελόντες στόμα ναυσὶ ταῖς μεγίσταις ἱκανὸν εἰσπλεῖν Pl.Criti.115d, op. ἐκπλεῖν Pl.Com.199, Aen.Tact.8.2, Aristid.Or.46.22, cf. Plb.1.46.6, I.AI 15.339, οἱ εἰσπλέοντες παρ' αὐτοὺς ξένοι los extranjeros que arriban a sus puertos (para comerciar), Plu.Cim.8, cf. Lys.22.17, 21, PCair.Zen.21.10 (III a.C.), εἶναι Σαρδιηνῶν τῷ βουλομένῳ εἰσάφιξιν ἐς Μίλητον ... καὶ ἐσπλέοσι καὶ ἐκπλέοσι Milet l.c., cf. IG 12(9).204.4 (Eretria IV a.C.), ILampsakos 3.7 (III/II a.C.).
2 de mercancías o pers. llegar en barco, por mar ὁ δὲ ναύαρχος κατὰ θάλατταν ἐφύλαττεν ὅπως μηδὲν εἰσπλέοι αὐτοῖς τῶν ἐπιτηδείων X.HG 2.4.29, cf. Th.3.51, ὁ ἐκ τοῦ Πόντου σῖτος εἰσπλέων el trigo que llega por mar del Ponto D.20.31, cf. IG 22.416.11 (IV a.C.), de pers. ἐν Θήρᾳ οἰκῶν ποιε[ῖ] ἀγαθὸν ὅτι ἂν δύνηται Ἀρκεσινέων τοὺς εἰσπλέοντας IG 12(7).11.5 (Arcesine IV/III a.C.), γυναικῶν εἰσπλεουσῶν IPDésert 67.18 (I d.C.).