ἡμιστρόγγυλος

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον,

   A half-round, Id.Ocyp. 97.

German (Pape)

[Seite 1170] halbrund, Luc. Ocyp. 98.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιστρόγγῠλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ στρογγύλος, τομή Λουκ. Ὠκυπ. 97.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié rond.
Étymologie: ἡμι-, στρογγύλος.

Greek Monolingual

ἡμιστρόγγυλος, -ον (Α)
κατά το ήμισυ στρογγυλός, μισοστρόγγυλος.