θάλαμόνδε

From LSJ
Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

German (Pape)

[Seite 1182] ins Schlafgemach, Od. 21, 8. 22, 109. 161.

French (Bailly abrégé)

adv.
en allant dans la chambre.
Étymologie: θάλαμος, -δε.

Greek Monotonic

θάλαμόνδε: επίρρ., στο θάλαμο, στην κάμαρα, στην κρεβατοκάμαρα, σε Ομήρ. Οδ.