ἰταμότης

Revision as of 14:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A initiative, vigour, Pl.Plt.311a; effrontery, Plu.2.715e, Jul.Or.7.225c; συγγραφέως Plb.12.9.4.

German (Pape)

[Seite 1274] ητος, ἡ, die Dreistigkeit, Keckheit; καὶ δριμύτης Plat. Polit. 311 a; Sp., wie Polem. 2, 8; Unverschämtheit, Pol. 12, 10, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἰταμότης: -ητος, ἡ, ἀπερίσκεπτος τόλμη, ἀπερισκεψία, θρασύτης, ἀναισχυντία, Λατ. audacia, Πλάτ. Πολιτκ. 311 Α, Πλούτ. 2. 715D· συγγραφέως Πολύβ. 12. 10, 4.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
hardiesse, effronterie, impudence.
Étymologie: ἰταμός.

Russian (Dvoretsky)

ἰτᾰμότης: ητος (ῐ) ἡ
1) смелость, решительность (ἰ. καὶ δριμύτης Plat.);
2) дерзость, дерзостность (τοῦ συγγραφέως Polyb.; ἰ. καὶ θράσος Plut.).