κατακλύζω

From LSJ
Revision as of 19:56, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακλύζω Medium diacritics: κατακλύζω Low diacritics: κατακλύζω Capitals: ΚΑΤΑΚΛΥΖΩ
Transliteration A: kataklýzō Transliteration B: kataklyzō Transliteration C: kataklyzo Beta Code: kataklu/zw

English (LSJ)

fut. -κλύσω [ῠ], poet.

   A -κλύσσω Pi.O.10(11).10: pf. κατακέκλυκα PMagd.28.10 (iii B. C.):—deluge, inundate, τὴν γῆν Hdt. 2.13 (of the Nile), cf. 99 (Pass.), Pi.O.9.50, Th.3.89, Pl.Ti.22d, OGI 90.24 (Rosetta, ii B. C.):—Pass., PPetr.2p.15[= 3 p.xv] (iii B. C.), etc.; ὑπ' ὄμβρων -κλυζόμενος Isoc.11.12; κόσμος ὕδατι -κλυσθείς 2 Ep.Pet. 3.6.    2 metaph., deluge, overwhelm, τοίους γὰρ κατὰ κῦμα . . ἔκλυσεν Archil.9.3; τὴν Φρυγῶν πόλιν . . ἤλπισας κατακλύσειν δαπάναισιν E.Tr. 995; ἅπαντα . . κατακλύσει ποιήμασιν Cratin.186; κ. ἀφθονίᾳ δίαιταν make life overflow with plenty, X.Oec.2.8; κατακλύσαι δεινῶν πόνων deluge with sufferings, E.Or.343 (lyr.); εἰ καὶ μέλλει γέλωτι . . ὥσπερ κῦμα . . κατακλύσειν Pl.R.473c:—Pass., ἀλλοδαπῶν κύματι φωτῶν -κλυσθῆναι, of a city, A.Th.1084 (anap.); -κλυσθεὶς ὑπὸ τοῦ τοιούτου ψόγου ἢ ἐπαίνου Pl.R.492c; Χρυσίῳ -κεκλυσμένος Plu.Dem.14; -κλυσθέντα πλήθει κακῶν Lib.Ep.5.1.    II wash down or away, κῦμα κ. ψᾶφον ἑλισσομέναν Pi.O.10(11).10, cf. Thphr.CP3.22.3.    2 wash out, τὰ ἴχνη τοῦ λαγώ X.Cyn.5.4.    III fill full of water, τὴν πύελον Ar. Pax843.    IV clean out a bath, Gal.15.198.

German (Pape)

[Seite 1354] überfluthen, überschwemmen; Pind. χθόνα Ol. 9, 54; ὅπα κῦμα κατακλύσσει ῥέον 11, 10; Thuc. 3, 89; ὅταν οἱ θεοὶ τὴν γῆν ὕδασι καθαίροντες κατακλύζωσιν Plat. Tim. 22 d; ὑπ' ὄμβρων κατακλυζόμενοι Isocr. 11, 12; Sp. – Uebertr., ἀλλοδαπῶν κύματι φωτῶν κατακλυσθῆναι τὴν πόλιν Aesch. Spt. 1070; vgl. Eur. Or. 342; τὴν Φρυγῶν πόλιν χρυσῷ ῥέουσαν ἤλπισας κατακλύσειν δαπάναισιν Troad. 995; εἰ μὴ γὰρ ἐπιβύσει τις αὐτοῦ τὸ στόμα, ἅπαντα κατακλύσει ποιήμασιν Cratin. beim Schol. Ar. Equ. 523; κατακλυσθεῖσαν ὑπὸ ψόγου ἢ ἐπαίνου Plat. Rep. VI, 492 c; Sp., wie χρυσίῳ κατακεκλυσμένος, bestochen, Plut. Dem. 14.