κεφαλαλγός

From LSJ
Revision as of 22:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχειtime and tide wait for no man

Source

German (Pape)

[Seite 1428] = κεφαλαλγής 2, Plut. de sanit. tuend. p. 396, schwerlich richtig.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλαλγός: -όν, ἴδε ἐν λεξ. κεφαλαλγής.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait mal à la tête.
Étymologie: κεφαλή, ἄλγος.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαλγός: Plut. v. l. = κεφαλαλγής.