Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
ἡ,
A v. κοῖλος 1.2. κοιλήπατα, τά, giblets of poultry, Gloss.
(ἡ) :
Koilè, dème attique de la tribu Hippothoontide.
Κοίλη: ἡ, θηλ. του κοῖλος, όνομα ενός δήμου της Αττικής, σε Ηρόδ.