καταλύω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
fut.
A -λύσω Od.4.28: 3pl. plpf. -λελύκεσαν Hdn.8.4.2:—Pass., fut. -λῠθήσομαι Pl.Lg.714c, D. 38.22 (fut. Med. in pass. sense, v. infr. 1.2a): pf. -λέλῠμαι Th.6.36:— put down, destroy, πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα Il.2.117, 9.24; τείχη, [πτόλιν], E.Tr.819, 1080 (both lyr.); γέφυραν break it up, Hdn. l. c. 2 of political or other systems, dissolve, break up, put down, κ. ἀρχήν, βασιληΐην, ἰσοκρατίας, Hdt.1.53,54, 5.92.ά; τοῦ Διὸς τὴν δύναμιν Ar.Pl.142; τὸ κράτος τῆς βουλῆς Plu.Per.7; τὰς προσόδους τὰς Μιλησίων SIG633.40 (Milet., ii B. C.): freq. in Att., κ. τὸν δῆμον Ar.Ec. 453, Th.3.81; τὴν δημοκρατίαν Ar.Pl.948; τὰς πολιτείας Decr. ap. D. 18.182:—Pass., καταλελυμένης τῆς δημοκρατίας Lex ap.And.1.96, cf. 95, Lys.13.4, Arist.Pol.1292a29: fut. Med. as Pass., καταλύσεται . . ἡ ἀρχή (Cobet καταλελύσεται) X.Cyr.1.6.9. b c. acc. pers., put down, depose, κ. τύραννον Th.1.18, etc.; κ. τινὰ τῆς ἀρχῆς X.Cyr.8.5.24:— Pass., τῶν ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν having been dismissed, Hdt.6.43; καταλυθῆναι τῆς ἀρχῆς Id.1.104, cf. 6.9. c dissolve, dismiss, disband a body, καταλύειν τὴν βουλήν, τὸν στόλον, Id.5.72, 7.16.β; τῶν πόλεων τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχάς Th.2.15; τὸ ναυτικόν D.18.102 (Pass.). d abolish or annul laws, customs, etc., δίκην Gorg.Pal.17; νόμους Isoc.6.66 (Pass.), Plb.3.8.2, cf.Ev.Matt.5.17; ψήφισμα Michel725.20 (ii B.C.); also κ. τὸν ἱππέα render him useless, X.Eq.12.5. e τὴν φυλακὴν κ. neglect the watch, Ar.V.2, cf. Arist.Pol.1308a29; τὴν φρουράν Pl.Lg.762c; τὴν κοινὴν φυλακὴν καταλυθῆναι βούλεται Din.1.112. f κ. τὴν τριηραρχίαν lay it down, Isoc.18.59; τὴν ἄσκησιν, v. infr. 3a. 3 bring to an end, τὸν βίον X. Ap.7; ἐς Ἅιδαν καταλύσουσ' ἔμμοχθον βίοτον E.Supp.1004(lyr.); μώμου ἀδικίαν καὶ δόξης ἀμαθίαν Gorg.Hel.21; ἐλπίδα Th.2.89; δόξα, ἣν αἰσχρόν ἐστιν ἐν σοὶ -λῦσαι D.10.73; κ. τὸ πλεῖν, τὴν ἄροσιν, Id.33.4, Ael.NA13.1; κ. τὰς θυσίας Lys.30.17, Isoc.6.68; τὰ γυμνάσια And.4.39; τὸν λόγον Aeschin.2.126, Isoc.12.176; τοὺς λόγους περὶ τὰ μέγιστα κ. ib.199: abs., make an end, ὥρᾳ κ. die in good time, Diocl.Com.14, cf.Philostr.VA8.28; πύκτης ὢν κατέλυσε retired from the ring, AP11.79 (Lucill.), cf. 161 (Id.) (in full -λῦσαι τὴν ἄσκησιν Gal.Protr.14); καθάπερ ἐν τοῖς Χοροῖς ἐν τῷ καταλύειν in the ending, Arist.Pr.921a20: also pf. part. Pass. καταλελυμένος disused, obsolete, Phld.Mus.p.68 K. b κ. τὴν ὑπάρχουσαν εἰρήνην break the peace, Aeschin.3.55; but, c more commonly, κ. τὸν πόλεμον end the war, make peace, Ar.Lys.112, Th.7.31, X.An.5.7.27, etc.; δίκας settle disputes, IG5(2).357.15 (Stymphalus, iii B.C.): abs. (sc. τὸν πόλεμον), Foed. ap. Th.5.23; πρός τινα Foed.ib.8.58:—more freq. in Med., καταλύσασθαι τὰς ἔχθρας, componere inimicitias, Hdt.7.146; τὸν πόλεμον And.3.17, Th.6.36; στάσιν Ar.Ra.359: abs., make peace, Hdt. 8.140.ά, Th.1.81, X.HG6.8.6, etc.; καταλύεσθαί τινι come to terms with one, Hdt.9.11, etc. 4 Pass., ἤδη καταλελυμένης τῆς ἡλικίας in the decay of life, Arist.Pol.1335a34. II unloose, unyoke, καταλύσομεν ἵππους Od.4.28; τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφεοῦ κ. take it down from the wall where it was hung up, Hdt.2.121.γ:—Pass., to be taken down from hanging, Hp.Aph.2.43. 2 intr., take up one's quarters, lodge, παρ' ἐμοὶ καταλύει he is my guest, Pl.Grg.447b, cf. Prt.311a, D.18.82: abs., Pl.Prt.315d: c. acc., κ. παρά τινα turn off the road to a person's house, go and lodge with him, Th.1.136; κ. εἰς πανδοκεῖον Aeschin.2.97; Μεγαροῖ Pl.Tht.142c; ἐν τῷ ἱαρῷ SIG978.8(Cnidos, iii B.C.):—Med., θανάτῳ καταλυσαίμαν may I take my rest in the grave, E.Med.146 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1362] (s. λύω), auflösen; 1) vernichten, zerstören; ὃς δὴ πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα, Il. 2, 117. 9, 24; τείχη Eur. Troad. 819; πόλεως ἃν πυρὸς αἰθομένα κατέλυσεν ὁρμά 1081; τὴν βασιληΐην Her. 1, 54; τὴν βουλήν 5, 72; τῶν πόλεων τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχάς Thuc. 2, 15; so öfter von Aufhebung der bestehenden Verfassung des Staates; ὁ δῆμος καταλύεται, die Demokratie wird aufgehoben, vernichtet, Andoc. 3, 1. 4; Dem. 13, 14 u. andere Redner oft; auch πλῆθος, Lys. 13, 16; καταλύσεταί σου εὐθὺς ἡ ἀρχή Xen. Cyr. 1, 6, 9, für das fut. pass.; auch in anderen Vrbdgn, καταλύειν πειράσεσθε τοῦτον τῆς ἀρχῆς Cyr. 8, 5, 24, ihn der Herrschaft zu entsetzen, wie Her. sagt τῆς ἀρχῆς κατελύθησαν, 1, 104; ὅπως ἄρξει τε ἀεὶ καὶ μὴ καταλυθήσεται Plat. Legg. IV, 714 c; Pol. öfter, τὰς μοναρχίας, τοὺς νόμους, 2, 43, 8. 3, 8, 2; – γέφυραν, abbrechen, Hdn. 8, 4, 4. – 2) auseinander gehen lassen; στόλον Her. 7, 16, 2; στρατιάν Xen. Cyr. 6, 1, 15; pass., τῶν ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν Her. 6, 43; πόλεμον, den Krieg beilegen, Thuc. 8, 58 u. öfter; auch absol., 5, 23; Ggstz von ἀνελέσθαι, Xen. An. 5, 7, 27. Daher im med. sich aussöhnen, die Streitigkeiten beilegen, Thuc. 1, 81. 4, 16 u. öfter, wie καταλύσονται τῷ Πέρσῃ Her. 9, 11, vgl. 8, 140; aber auch καταλύεσθαι τὸν πόλεμον, den Krieg unter einander beilegen, Andoc. 3, 17; vgl. Xen. Hell. 6, 3, 6. – Aehnl. λόγον, die Rede beendigen, Isocr. 12, 176, u. τὸν βίον, Xen. Apol. 7, wie Eur. Suppl. 1004 εἰς Ἅιδαν καταλύσουσ' ἔμμοχθον βίοτον. – 3) losbinden, losspannen, καταλύσομεν ἵππους Od. 4, 28; Halt machen, um auszuruhen, einkehren, nach Moeris hellenistisch für κατάγεσθαι; aber Thuc. sagt 1, 136 παρὰ Ἄδμητον καταλῦσαι u. Dem. πρέσβεις δεῦρ' ἀφικνούμενοι παρὰ σοὶ κατέλυον, 18, 82; vgl. Plat. Theaet. 142 c; öfter bei Sp. – 4) absol., aufhören, πύκτης ὢν κατέλυσε Lucill. 43 (XI, 161); so Dem. οὔπω ἔτη ἐστὶν ἑπτά, ἀφ' οὗ τὸ μὲν πλεῖν καταλέλυκα, ich habe das Fahren zur See eingestellt, damit aufgehört, 33, 4, vgl. 10, 73 u. Ath. XIII, 581 c; – φυλακήν, den Wachtposten aufgeben, ablösen, Ar. Vesp. 2, vgl. Plat. Legg. IV, 714 c; Arist. pol. 5, 8.