ληΐδιος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
α, ον, (ληΐς)
A taken as booty, captive, AP6.20 (Jul.Aegypt.), APl.4.203 (Id.), Tryph.679.
German (Pape)
[Seite 38] erbeutet, kriegsgefangen, χεῖρες, Iul. Aeg. 12 (Plan. 203), vgl. id. 3 (VI, 20).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
emmené comme butin ; captif.
Étymologie: ληΐη.
Greek Monotonic
ληΐδιος: -α, -ον (ληΐς), αυτός που συλλαμβάνεται σαν λεία, αιχμάλωτος, σε Ανθ.