λογιστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A calculator, teacher of arithmetic, Pl.Plt.260a, R.340d. 2 calculator, reasoner, λεπτὼ λογιστά Ar.Av.318; δίκαιος λ. τῶν . . ὑπηργμένων D.1.10. II auditor, esp. at Athens, in pl., a board which audited the accounts of magistrates going out of office, Aeschin.3.15, D.18.117,229; also called εὔθυνοι acc. to Arist.Pol.1322b11, but distd. from them, Id.Ath.48.3, IG12.91, 22.956; also at Delos, ib.11(2).203 A63 (iii B. C.); in Egypt, λ. Ὀξυρυγχίτου (sc. νομοῦ) POxy.84.2, etc.; λ. κώμης PKlein.Form.617 (v A. D.): metaph., λογισταὶ τῶν . . χορῶν, of the audience, Eup.223. 2 = Lat. curator rei publicae, an Imperial commissioner and inspector of accounts, IGRom.3.39 (Bithynia), etc.
Greek (Liddell-Scott)
λογιστής: -οῦ, ὁ, (λογίζομαι) ὁ ὑπολογίζων, διδάσκαλος ἀριθμητικῆς, Πλάτ. Πολιτικ. 260A. 2) ὁ ὑπολογίζων ἢ λογικῶς σκεπτόμενος, λεπτὼ λογιστὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 318, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 340D· δίκαιος λ. τῶν... ὑπηργμένων Δημ. 11, ἐν τέλ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., οἱ ἐξετάζοντες τοὺς λογαριασμούς, ἐλεγκταί. 1) ἐν Ἀθήναις σωματεῖόν τι ἐκ δέκα ἀνδρῶν ἐκλεγομένων ὑπὸ τῆς βουλῆς διὰ κλήρου, εἰς οὓς οἱ ἄρχοντες κατὰ τὴν λῆξιν τῆς ἀρχῆς αὐτῶν ὑπέβαλλον τοὺς λογαριασμούς των, Δημ. 266. 9., 304. 6, Αἰσχίν. 56. 5. κἑξ.· φαίνεται δὲ ὅτι εἶναι οἱ αὐτοὶ καὶ οἱ εὔθυνοι ἐν Ἀριστ. Πολ. 6. 8, 16, Ἀθην. Πολιτ. 39. 8., 77. 1 (ἔκδ. Blass)· διακρίνονται ὅμως ἀπ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 406, Böckh Ρ. Ε. 1. 254 κἑξ. (μετὰ τῆς σημειώσεως τοῦ μεταφράσαντος εἰς τὴν Ἀγγλικὴν τοῦ μεταφραστοῦ), καὶ ἐν τῷ Rhein. Mus. 1. σ. 58 κἑξ. - Ὁ μὴ ὑποβάλλων τοὺς λογαριασμούς του ἐντὸς τριάκοντα ἡμερῶν ἀπὸ τῆς λήξεως τῆς ἀρχῆς αὐτοῦ ὑπέκειτο εἰς ἀλογίου δίκην ἐνώπιον τῶν Λογιστῶν. - Ὁ Εὔπολις καλεῖ τὸ ἀκροατήριον ἐν τῷ θεάτρῳ λογιστὰς τῶν... χορῶν, ἐν «Πόλεσι» 30. 2) παρὰ Ρωμαίοις, λογισταὶ ἦτο τὸ ἑλληνικὸν ὄνομα τῶν Curatores urbium, οἵτινες εἶχον καθήκοντα δικαστικὰ καὶ οἰκονομικά, Marquardt ἐν Bergk’s Philol. Journ. (1843) σ. 937, 938· - ἐπὶ παροιμίας ἐννοίας ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγραφαῖς τῆς Ἀφροδισιάδος, Ρόδον, κλ., Συλλ. Ἐπιγρ. Ἐπιγρ. 2529, 2782, 2912, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 avec idée de nombre vérificateur des comptes;
2 sans idée de nombre qui calcule, raisonne, réfléchit ; juste appréciateur (de qch).
Étymologie: λογίζομαι.
Greek Monolingual
ο θηλ. λογίστρια (Α λογιστής) λογίζομαι
νεοελλ.
1. αυτός που καταγράφει συστηματικά και ταξινομεί τις οικονομικές συναλλαγές και τα οικονομικά και νομικά γεγονότα μιας οικονομικής μονάδας και απεικονίζει σε ειδικές καταστάσεις και με μια ορισμένη τεχνική μεθοδολογία τη συνοπτική οικονομική θέση της επιχείρησης, καθώς και τα αποτελέσματα της δραστηριότητάς της έτσι ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της διαχείρισης και η λήψη οικονομικών αποφάσεων
2. ελεύθερος επαγγελματίας που αναλαμβάνει να τηρεί τα λογιστικά βιβλία
3. φρ. «ορκωτοί λογιστές» — τα μέλη ενός σώματος που έχουν το δικαίωμα να ασκούν έλεγχο σε μεγάλες επιχειρήσεις, είτε ύστερα από αίτηση τών ενδιαφερομένων είτε υποχρεωτικά από τον νόμο είτε μετά από κρατική επιταγή
αρχ.
1. αυτός που κάνει λογαριασμό
2. δάσκαλος αριθμητικής
3. αυτός που σκέφτεται λογικά, κριτής («δίκαιος λογιστὴς τῶν... ὑπηργμένων», Δημοσθ.)
4. στον πληθ. οἱ λογισταί α) σώμα δώδεκα ανδρών, που εκλέγονταν από τη βουλή με κλήρωση στην αρχαία Αθήνα και στο οποίο υπέβαλλαν οι άρχοντες τους λογαριασμούς τους προς έλεγχο μετά τη λήξη της θητείας τους στην εξουσία, αλλ. εὔθυνοι ή ἐξετασταί
β) επιμελητές στην αρχαία Ρώμη που είχαν δικαστικά και οικονομικά καθήκοντα
5. φρ. «λογισταὶ τῶν χορῶν»
μτφ. το ακροατήριο θεάτρου.