μικρόψυχος

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόψῡχος Medium diacritics: μικρόψυχος Low diacritics: μικρόψυχος Capitals: ΜΙΚΡΟΨΥΧΟΣ
Transliteration A: mikrópsychos Transliteration B: mikropsychos Transliteration C: mikropsychos Beta Code: mikro/yuxos

English (LSJ)

ον,

   A meanspirited, Isoc.4.172 (Comp.), D.18.269, Arist.EN1123b10. Adv.-χως Procop.Gaz.Ep.59.

German (Pape)

[Seite 185] von kleiner Seele, niedriger Gesinnung, kleinmüthig, nach Arist. Eth. 4, 3 ὁ ἐλαττόνων ἑαυτὸν ἀξιῶν ἢ ἄξιος. Bei Dem. 18, 269 Einer, der Andere immer an das erinnert, was er ihnen Gutes gethan dat; bei Isocr. 4, 172 steht μικροψυχότερος dem ἐῤῥωμενέστερος gegenüber; auch Sp., wie Luc. D. Mer. 13. – Auch adv., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόψῡχος: -ον, (ψυχὴ) ὁ ἔχων μικρὰν ψυχήν, μικρὸν καὶ ταπεινὸν φρόνημα, Ἰσοκρ. 76Β, Δημ. 316. 9, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικομ. 4. 3, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a l’âme petite :
1 pusillanime;
2 envieux, jaloux;
Cp. μικροψυχότερος.
Étymologie: μικρός, ψυχή.

Greek Monolingual

-η, -ον (ΑΜ μικρόψυχος, -ον)
μικροπρεπής, ευτελής, μηδαμινός
(νεοεελ.-μσν.) αυτός που στερείται ψυχικής δύναμης, δειλός, λιπόψυχος.
επίρρ...
μικροψύχως και μικρόψυχα (Α μικροψύχως)
1. άτολμα, δειλά
2. με μικρόψυχο τρόπο, στενόκαρδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].