ὀϊστοδέγμων
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ονος,
A holding arrows, θησαυρός, i.e. a quiver, A.Pers.1020 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 312] ονος, Pfeile fassend, enthaltend, Aesch. Pers. 979, vom Köcher.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui renferme les traits.
Étymologie: ὀϊστός, δέχομαι.
Greek Monolingual
ὀϊστοδέγμων, ὁ, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) (για φαρέτρα) αυτός που περιέχει βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + -δέγμων (< δέχομαι), πρβλ. κυμο-δέμγων].