νηυσιπέρητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A v. ναυσιπέρατος.
Greek (Liddell-Scott)
νηυσιπέρητος: -ον, ἴδε ναυσιπέρατος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ναυσιπέρατος.
Greek Monolingual
νηυσιπέρητος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ναυσιπέρατος.
Full diacritics: νηυσιπέρητος | Medium diacritics: νηυσιπέρητος | Low diacritics: νηυσιπέρητος | Capitals: ΝΗΥΣΙΠΕΡΗΤΟΣ |
Transliteration A: nēysipérētos | Transliteration B: nēusiperētos | Transliteration C: nifsiperitos | Beta Code: nhusipe/rhtos |
ον,
A v. ναυσιπέρατος.
νηυσιπέρητος: -ον, ἴδε ναυσιπέρατος.
ion. c. ναυσιπέρατος.
νηυσιπέρητος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ναυσιπέρατος.