ὀνίς

From LSJ
Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνίς Medium diacritics: ὀνίς Low diacritics: ονίς Capitals: ΟΝΙΣ
Transliteration A: onís Transliteration B: onis Transliteration C: onis Beta Code: o)ni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A ass's dung, Hp.Nat.Mul.82, Dsc.2.80, Gal.12.803 : also in pl., Ar.Pax4, Arist.HA552a17 ; ἡμιόνου ὀνίς Hp.Mul. 2.192 (elsewh. ἡμιονίς): but ὀνίδια (ὀνιαῖα Hsch.) is strangely expld. horse's dung by Hsch., Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 347] ίδος, ἡ, Eselsmist; Ar. Pax 4; Arist. H. A. 5, 19 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνίς: -ίδος, ἡ, ὄνου κόπρος, Ἱππ. 583. 2., 667. 48· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 18. ― Ἀλλὰ ὀνιαία (ὀνίδια Schm.), ἡ, παραδόξως ἑρμηνεύεται: «τοῦ ἵππου τὸ ἀφόδευμα» Ἡσύχ.― Κατὰ τὸν Σουΐδαν: «ὀνίδια τοῦ ἵππου τὸ ἀφόδευμα, καὶ ὀνίδες τὰ τῶν ὄνων ἀποπατήματα». ― Κατὰ Φώτιον· «ὀνιαία· τοῦ ἵππου τὸ ἀφόδευμα».

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
fiente d’âne, crotte d’âne.
Étymologie: ὄνος.

Greek Monotonic

ὀνίς: -ίδος, ἡ, κοπριά γαϊδάρου, στον πληθ., σε Αριστοφ.