Σπαρτιατικός

From LSJ
Revision as of 07:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Sparte ou des Spartiates.
Étymologie: Σπαρτιάτης.

Russian (Dvoretsky)

Σπαρτιᾱτικός: 1) Σπάρτη спартанский Her. etc.;
2) Σπαρτιάτης спартиатский Her., Luc.